Anonymous

ἐπιρρώομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)pirrw/omai
|Beta Code=e)pirrw/omai
|Definition=old Ep. pres.: aor.1 Med. [[ἐπερρώσαντο]]:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[apply one's]] [[strength to]] a thing, [[work lustily at]] it, c. dat., [<b class="b3">μύλαις] δώδεκα πᾶσαι</b> <b class="b3">ἐπερρώοντο γυναῖκες</b> [[worked with might and main at]] the mill, <span class="bibl">Od.20.107</span>; ἐπερρώοντ' ἐλάτῃσι <span class="bibl">A.R.2.661</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span>. [[move nimbly]], ποσσὶν ἐπερρώσαντο <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>8</span>, cf. <span class="bibl">A.R.1.385</span> (tm.): c. acc. cogn., <b class="b3">ἐπίρρωσαι δὲ</b> [[χορείην]] [[urge the rapid]] dance, <span class="title">AP</span>9.403 (Maec.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span>. [[follow rapidly]], ἐπερρώοντο τιθήνῃ <span class="bibl">Coluth.101</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span>. [[flow]] or [[stream upon]] (one's head), <b class="b3">χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ' ἀθανάτοιο</b> his locks [[flowed waving]] from his head, <span class="bibl">Il.1.529</span>; πλοχμοὶ . . ἐπερρώοντο κιόντι <span class="bibl">A.R.2.677</span>.</span>
|Definition=old Ep. pres.: aor.1 Med. [[ἐπερρώσαντο]]:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[apply one's]] [[strength to]] a thing, [[work lustily at]] it, c. dat., [<b class="b3">μύλαις] δώδεκα πᾶσαι</b> <b class="b3">ἐπερρώοντο γυναῖκες</b> [[worked with might and main at]] the mill, <span class="bibl">Od.20.107</span>; ἐπερρώοντ' ἐλάτῃσι <span class="bibl">A.R.2.661</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span>. [[move nimbly]], ποσσὶν ἐπερρώσαντο <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>8</span>, cf. <span class="bibl">A.R.1.385</span> (tm.): c. acc. cogn., <b class="b3">ἐπίρρωσαι δὲ</b> [[χορείην]] [[urge the rapid]] dance, <span class="title">AP</span>9.403 (Maec.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span>. [[follow rapidly]], ἐπερρώοντο τιθήνῃ <span class="bibl">Coluth.101</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span>. [[flow]] or [[stream upon]] (one's head), <b class="b3">χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ' ἀθανάτοιο</b> his locks [[flowed waving]] from his head, <span class="bibl">Il.1.529</span>; πλοχμοὶ . . ἐπερρώοντο κιόντι <span class="bibl">A.R.2.677</span>.</span>
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐπερρωόμην;<br />s'agiter vivement, se démener : μύλαις [[δώδεκα]] ἐπερρώοντο γυναῖκες OD douze femmes travaillaient activement aux meules ; <i>en parl. de cheveux</i> flotter : κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο IL tomber en flottant de la tête du dieu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥώννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιρρώομαι''': παλαιὸς Ἐπικ. ἐνεστ.: Μέσ. ἀόρ. α΄ [[ἐπερρώσαντο]]: - χύνομαι [[ἐπάνωθεν]], ἐπὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, ἀμβρόσιαι δ’ ἄρα χαῖται [[ἐπερρώσαντο]] ἄνακτος κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο, οἱ δὲ θεῖαι τρίχες τῆς [[κόμης]] ἐχύθησαν κυματίζουσαι ἐκ τῆς ἀθανάτου κεφαλῆς τοῦ ἄνακτος, Ἰλ. Α. 529· πλοχμοί... ἐπερρώοντο κιόντι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 677. 2) κινοῦμαι ἐλαφρῶς, ποσσὶν [[ἐπερρώσαντο]], κατὰ τὸν Σχολιαστ. «[[ἐπιτεταμένως]] καὶ ἐρρωμένως καὶ ἐντόνως ἐχόρευσαν» Ἡσ. Θ. 8, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 385· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐπίρρωσαι δὲ χορείην, [[κάμε]] τὸν χορὸν ζωηρότερον, γοργότερον, Ἀνθ. Π. 9. 403. 3) ἀκολουθῶ [[ταχέως]], ἐπερρώοντο τιθήνῃ Κολοῦθ. 100. ΙΙ. [[καταβάλλω]] πᾶσαν τὴν δύναμίν μου εἴς τι, [[ἐργάζομαι]] μετὰ προθυμίας, μετὰ δοτ., ἔνθ’ ἅρα οἱ μύλαι [[εἵατο]] ποιμένι λαῶν· τῇσιν [[δώδεκα]] πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες, εἰργάζοντο πάσῃ δυνάμει, Ὀδ. Υ. 107· [[ὁμῶς]] δ’ ἐπὶ ἤματι νύκτα νήνεμον ἀκαμάτῃσιν ἐπερρώοντ’ ἐλάτῃσιν, ὡς τὸ Λατ. incumbere remis, ἡμέραν καὶ νύκτα ὁμοίως ἐν νηνεμίᾳ ἐκωπηλάτουν ἐντόνως, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 661. Πρβλ. [[ῥώομαι]].
|lstext='''ἐπιρρώομαι''': παλαιὸς Ἐπικ. ἐνεστ.: Μέσ. ἀόρ. α΄ [[ἐπερρώσαντο]]: - χύνομαι [[ἐπάνωθεν]], ἐπὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, ἀμβρόσιαι δ’ ἄρα χαῖται [[ἐπερρώσαντο]] ἄνακτος κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο, οἱ δὲ θεῖαι τρίχες τῆς [[κόμης]] ἐχύθησαν κυματίζουσαι ἐκ τῆς ἀθανάτου κεφαλῆς τοῦ ἄνακτος, Ἰλ. Α. 529· πλοχμοί... ἐπερρώοντο κιόντι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 677. 2) κινοῦμαι ἐλαφρῶς, ποσσὶν [[ἐπερρώσαντο]], κατὰ τὸν Σχολιαστ. «[[ἐπιτεταμένως]] καὶ ἐρρωμένως καὶ ἐντόνως ἐχόρευσαν» Ἡσ. Θ. 8, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 385· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐπίρρωσαι δὲ χορείην, [[κάμε]] τὸν χορὸν ζωηρότερον, γοργότερον, Ἀνθ. Π. 9. 403. 3) ἀκολουθῶ [[ταχέως]], ἐπερρώοντο τιθήνῃ Κολοῦθ. 100. ΙΙ. [[καταβάλλω]] πᾶσαν τὴν δύναμίν μου εἴς τι, [[ἐργάζομαι]] μετὰ προθυμίας, μετὰ δοτ., ἔνθ’ ἅρα οἱ μύλαι [[εἵατο]] ποιμένι λαῶν· τῇσιν [[δώδεκα]] πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες, εἰργάζοντο πάσῃ δυνάμει, Ὀδ. Υ. 107· [[ὁμῶς]] δ’ ἐπὶ ἤματι νύκτα νήνεμον ἀκαμάτῃσιν ἐπερρώοντ’ ἐλάτῃσιν, ὡς τὸ Λατ. incumbere remis, ἡμέραν καὶ νύκτα ὁμοίως ἐν νηνεμίᾳ ἐκωπηλάτουν ἐντόνως, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 661. Πρβλ. [[ῥώομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐπερρωόμην;<br />s'agiter vivement, se démener : μύλαις [[δώδεκα]] ἐπερρώοντο γυναῖκες OD douze femmes travaillaient activement aux meules ; <i>en parl. de cheveux</i> flotter : κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο IL tomber en flottant de la tête du dieu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥώννυμι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth