Anonymous

ἐπιστατέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’o" to "d'o")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0983.png Seite 983]] ein [[ἐπιστάτης]] sein, die Aufsicht worüber haben, vorstehen, besorgen, beaufsichtigen, οὐ [[ψεῦδις]] ὁ [[μάρτυς]] ἕργμασιν ἐπιστατεῖ Pind. N. 7, 49; Παιὼν τῷδ' ἐπιστατεῖ λόγῳ Aesch. Ag. 1221; ποιμνίοις ἐπεστάτουν Soph. O. R. 1028. τοῦ ἔργου Her. 7, 22, [[varia lectio|v.l.]] ἐπέστασαν, sonst nicht bei Her.; gew. in Prosa c. dat., ἐπιστατεῖ ὁ θεὸς τῇ ἁρμονίᾳ Plat. Crat. 405 d; ἡ ψυχὴ τῷ σώματι Gorg. 465 c; τὸν ταῖς ἀγέλαις ἐπιστατήσοντα Polit. 294 e; τὴν ἐπιστατοῦσαν [[ταύτῃ]] τῇ πράξει ἐπιστήμην Rep. IV, 443 e, τοῖς αὐτοῖς Isocr. 3, 18, πᾶσι τοῖς τεχνίταις Plut. Pericl. 13; – c. gen., ποιμνίων Eur. fr. 25, τὸν χείρω τῶν βελτιόνων ἐπιστατεῖν Plat. Prot. 338 b; Rep. VII, 521 e, τῶν πραγμάτων Isocr. 4, 105; τῶν λαῶν ἐπεστατηκέναι Ath. VIII, 346 d; νοσεόντων, Kranke besorgen, kuriren, Hippocr.; εἶναι, besorgen, daß Etwas geschehe, Xen. Cyr. 8, 1, 16. – Bes. in Athen. [[ἐπιστάτης]] sein, Th. 4, 118; vgl. Ar. Th. 373, ähnl. ἐπιστατοῦντος τοῦτο Περικλέους Plut. Pericl. 13; Inscr. – Herantreten, herannahen. [[τίς]] γάρ με μόγθος οὐκ ἐπεστάτει, traf mich nicht. Soph. frg. 163.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0983.png Seite 983]] ein [[ἐπιστάτης]] sein, die Aufsicht worüber haben, vorstehen, besorgen, beaufsichtigen, οὐ [[ψεῦδις]] ὁ [[μάρτυς]] ἕργμασιν ἐπιστατεῖ Pind. N. 7, 49; Παιὼν τῷδ' ἐπιστατεῖ λόγῳ Aesch. Ag. 1221; ποιμνίοις ἐπεστάτουν Soph. O. R. 1028. τοῦ ἔργου Her. 7, 22, [[varia lectio|v.l.]] ἐπέστασαν, sonst nicht bei Her.; gew. in Prosa c. dat., ἐπιστατεῖ ὁ θεὸς τῇ ἁρμονίᾳ Plat. Crat. 405 d; ἡ ψυχὴ τῷ σώματι Gorg. 465 c; τὸν ταῖς ἀγέλαις ἐπιστατήσοντα Polit. 294 e; τὴν ἐπιστατοῦσαν [[ταύτῃ]] τῇ πράξει ἐπιστήμην Rep. IV, 443 e, τοῖς αὐτοῖς Isocr. 3, 18, πᾶσι τοῖς τεχνίταις Plut. Pericl. 13; – c. gen., ποιμνίων Eur. fr. 25, τὸν χείρω τῶν βελτιόνων ἐπιστατεῖν Plat. Prot. 338 b; Rep. VII, 521 e, τῶν πραγμάτων Isocr. 4, 105; τῶν λαῶν ἐπεστατηκέναι Ath. VIII, 346 d; νοσεόντων, Kranke besorgen, kuriren, Hippocr.; εἶναι, besorgen, daß Etwas geschehe, Xen. Cyr. 8, 1, 16. – Bes. in Athen. [[ἐπιστάτης]] sein, Th. 4, 118; vgl. Ar. Th. 373, ähnl. ἐπιστατοῦντος τοῦτο Περικλέους Plut. Pericl. 13; Inscr. – Herantreten, herannahen. [[τίς]] γάρ με μόγθος οὐκ ἐπεστάτει, traf mich nicht. Soph. frg. 163.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf. ion.</i> ἐπεστάτεον;<br /><b>I.</b> se tenir au-dessus de, <i>d'où</i><br /><b>1</b> être épistate ([[ἐπιστάτης]]);<br /><b>2</b> être préposé à, présider à ; avoir la surveillance, la direction, le soin : τινι, τινος de qqn <i>ou</i> de qch;<br /><b>II.</b> se tenir auprès de ; assister, seconder, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστάτης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιστᾰτέω''': εἶμαι [[ἐπιστάτης]], [[ἐπόπτης]], ποιμνίοις Σοφ. Ο. Τ. 1028, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 188· ἡ ψυχὴ ἐπ. τῷ σώματι Πλάτ. Γοργ. 465C, 465C, πρβλ. Πολ. 443Ε· τῷ τοῦ νομοθέτου ἔργῳ ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 390C, πρβλ. 405D. 2) μετὰ γεν., ἔχω τὴν ἐποπτείαν τινός, τὴν φροντίδα, τοῦ ἔργου Ἡρόδ. 7. 22· ἔργων Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 3· ζῴων ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 1, 2· τοῦ οἵους δεῖ [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 8. 1, 16· τῆς παιδείας Πλάτ. Πολ. 600D· οὐκ ἂν ὀρθῶς ἔχοι τὸν χείρω τῶν βελτιόνων ἐπιστατεῖν ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 338, πρβλ. Ἰσοκρ. 62C· ἐπ. τῶν νοσεόντων Ἱππ. 27. 7· καὶ ἀπολ., Πλάτ. Πολιτ. 293Β. 3) ἵσταμαι πλησίον, παρίσταμαι, [[ὑποστηρίζω]], βοηθῶ, οὐ [[ψευδὴς]] [[μάρτυς]] ἔργμασιν ἐπ. Πινδ. Ν. 7. 71· Παιὼν τῷδ’ ἐπεστάτει λόγῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1248. 4) σπανίως μετ’ αἰτ., ἀκολουθῶ, τίς γάρ με [[μόχθος]] οὐκ ἐπεστάτει; Σοφ. Ἀποσπ. 163. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, εἶμαι Ἐπιστάτης, [[ἤτοι]] [[πρόεδρος]] (ἐν τῇ βουλῇ καὶ τῇ ἐκκλησίᾳ), συχν. ἀπαντᾷ ἐπὶ κεφαλῆς ψηφισμάτων, ἔδοξε τῷ δήμῳ.. Νικιάδης ἐπεστάτει Θουκ. 4. 118, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 373, Ἀνδοκ. 13. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 73b. 1 (Προσθῆκ.), 74. 8., 76. 2, κτλ., καὶ ἴδε [[ἐπιστάτης]], [[πρύτανις]] ΙΙ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28, [[ἔνθα]] καὶ παθ. ἐπιστατοῦμαι ὑπό τινος· ἴδε καὶ Παρατηρ. τοῦ [[αὐτοῦ]] ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 363 κἑξ.
|lstext='''ἐπιστᾰτέω''': εἶμαι [[ἐπιστάτης]], [[ἐπόπτης]], ποιμνίοις Σοφ. Ο. Τ. 1028, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 188· ἡ ψυχὴ ἐπ. τῷ σώματι Πλάτ. Γοργ. 465C, 465C, πρβλ. Πολ. 443Ε· τῷ τοῦ νομοθέτου ἔργῳ ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 390C, πρβλ. 405D. 2) μετὰ γεν., ἔχω τὴν ἐποπτείαν τινός, τὴν φροντίδα, τοῦ ἔργου Ἡρόδ. 7. 22· ἔργων Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 3· ζῴων ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 1, 2· τοῦ οἵους δεῖ [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 8. 1, 16· τῆς παιδείας Πλάτ. Πολ. 600D· οὐκ ἂν ὀρθῶς ἔχοι τὸν χείρω τῶν βελτιόνων ἐπιστατεῖν ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 338, πρβλ. Ἰσοκρ. 62C· ἐπ. τῶν νοσεόντων Ἱππ. 27. 7· καὶ ἀπολ., Πλάτ. Πολιτ. 293Β. 3) ἵσταμαι πλησίον, παρίσταμαι, [[ὑποστηρίζω]], βοηθῶ, οὐ [[ψευδὴς]] [[μάρτυς]] ἔργμασιν ἐπ. Πινδ. Ν. 7. 71· Παιὼν τῷδ’ ἐπεστάτει λόγῳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1248. 4) σπανίως μετ’ αἰτ., ἀκολουθῶ, τίς γάρ με [[μόχθος]] οὐκ ἐπεστάτει; Σοφ. Ἀποσπ. 163. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, εἶμαι Ἐπιστάτης, [[ἤτοι]] [[πρόεδρος]] (ἐν τῇ βουλῇ καὶ τῇ ἐκκλησίᾳ), συχν. ἀπαντᾷ ἐπὶ κεφαλῆς ψηφισμάτων, ἔδοξε τῷ δήμῳ.. Νικιάδης ἐπεστάτει Θουκ. 4. 118, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 373, Ἀνδοκ. 13. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 73b. 1 (Προσθῆκ.), 74. 8., 76. 2, κτλ., καὶ ἴδε [[ἐπιστάτης]], [[πρύτανις]] ΙΙ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 28, [[ἔνθα]] καὶ παθ. ἐπιστατοῦμαι ὑπό τινος· ἴδε καὶ Παρατηρ. τοῦ [[αὐτοῦ]] ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 363 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf. ion.</i> ἐπεστάτεον;<br /><b>I.</b> se tenir au-dessus de, <i>d'où</i><br /><b>1</b> être épistate ([[ἐπιστάτης]]);<br /><b>2</b> être préposé à, présider à ; avoir la surveillance, la direction, le soin : τινι, τινος de qqn <i>ou</i> de qch;<br /><b>II.</b> se tenir auprès de ; assister, seconder, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστάτης]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater