Anonymous

ἐπίτροχος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0997.png Seite 997]] = [[ἐπιτρόχαλος]], eilig, schnell, geläufig, [[μέλος]] Hel. 4, 17; bes. von der Aussprache, ἐπίτροχον καὶ ἀσαφὲς λαλεῖν Luc. Necyom. 7; D. D. 7, 3; τεττιγῶδές τι πυκνὸν καὶ ἐπίτροχον συνάπτουσι id. – Adv., [[κόραξ]] ἐπιτρόχως καὶ [[ταχέως]] φθεγγόμενος Ael. H. A. 7, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0997.png Seite 997]] = [[ἐπιτρόχαλος]], eilig, schnell, geläufig, [[μέλος]] Hel. 4, 17; bes. von der Aussprache, ἐπίτροχον καὶ ἀσαφὲς λαλεῖν Luc. Necyom. 7; D. D. 7, 3; τεττιγῶδές τι πυκνὸν καὶ ἐπίτροχον συνάπτουσι id. – Adv., [[κόραξ]] ἐπιτρόχως καὶ [[ταχέως]] φθεγγόμενος Ael. H. A. 7, 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui court rapidement, rapide, bref.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτρέχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίτροχος''': -ον, εὐκόλως τρέχων, εὐκόλως κλίνων, μετ’ ἀπαρ., Ἱππ. 792Β, ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. [[ἐπίφορος]]· μεταφ., [[ταχύς]], [[γοργός]], [[μέλη]], ῥυθμοὶ Ἡλιόδ. 4. 17· γοργῶς, [[ταχέως]] λαλῶν, λαλοῦντες ἤδη στωμύλα καὶ ἐπίτροχα Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 3· ἐπίτροχόν τι καὶ ἀσαφὲς ἐφθέγγετο ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 7. - Ἐπίρρ. ἐπιτρόχως λαλεῖν Αἰλ. π. Ζ. 7. 7. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίτροχον· ῥᾴδιον. ἕτοιμον. γοργόν».
|lstext='''ἐπίτροχος''': -ον, εὐκόλως τρέχων, εὐκόλως κλίνων, μετ’ ἀπαρ., Ἱππ. 792Β, ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. [[ἐπίφορος]]· μεταφ., [[ταχύς]], [[γοργός]], [[μέλη]], ῥυθμοὶ Ἡλιόδ. 4. 17· γοργῶς, [[ταχέως]] λαλῶν, λαλοῦντες ἤδη στωμύλα καὶ ἐπίτροχα Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 3· ἐπίτροχόν τι καὶ ἀσαφὲς ἐφθέγγετο ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 7. - Ἐπίρρ. ἐπιτρόχως λαλεῖν Αἰλ. π. Ζ. 7. 7. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίτροχον· ῥᾴδιον. ἕτοιμον. γοργόν».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui court rapidement, rapide, bref.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτρέχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml