Anonymous

ἐπιφοιτάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1000.png Seite 1000]] hinzugehen, -kommen, οἱ ἐπιφοιτῶντές τε καὶ οἱ ἀρχὴν ἐλθόντες Her. 9, 28, öfter; von Traumbildern, 7, 15. 16; von Sachen, ὁ ἐπιφοιτέων [[κέραμος]] 3, 6; τινί, zu Einem, 2, 73; ἐς τὴν [[ἄλλην]] Πελοπόννησον Thuc. 1, 135; Sp., τὰς πόλεις, besuchen, Iulian.; feindlich einfallen, Thue. 1, 81. – Häufig, u Einem kommen, besuchen, Luc. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1000.png Seite 1000]] hinzugehen, -kommen, οἱ ἐπιφοιτῶντές τε καὶ οἱ ἀρχὴν ἐλθόντες Her. 9, 28, öfter; von Traumbildern, 7, 15. 16; von Sachen, ὁ ἐπιφοιτέων [[κέραμος]] 3, 6; τινί, zu Einem, 2, 73; ἐς τὴν [[ἄλλην]] Πελοπόννησον Thuc. 1, 135; Sp., τὰς πόλεις, besuchen, Iulian.; feindlich einfallen, Thue. 1, 81. – Häufig, u Einem kommen, besuchen, Luc. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> venir de nouveau <i>ou</i> souvent dans un lieu, fréquenter : ἐπ. [[ἐς]] τὴν ἄλλην Πελοπόννησον THC fréquenter le reste du Péloponnèse ; <i>avec idée d’hostilité</i> faire des incursions dans un pays ennemi;<br /><b>2</b> venir vers, visiter ; <i>en gén.</i> aller vers, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[φοιτάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιφοιτάω''': Ἰων. -έω, [[μεταβαίνω]] που συχνά, [[συχνάζω]], πλεῦνος δὲ ἀεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος, ἀντὶ πλεύνων δὲ ἀεὶ γινομένων τῶν ἐπιφοιτεόντων, τῶν προσερχομένων νὰ δικασθῶσιν, Ἡρόδ. 1. 97., 9. 28· ὁ ἐπιφοιτέων [[κέραμος]], τὰ ἀεὶ εἰσαγόμενα ἀγγεῖα οἴνου, ὁ αὐτ. 3. 6· ἐπ. ἐς..., [[περιέρχομαι]] εἰς διάφορα μέρη, Θουκ. 1. 135· [[ὥστε]] τὴν γῆν δῃοῦν ἐπιφοιτῶντες, [[ὥστε]] εἰσβάλλοντες νὰ δῃῶμεν τὴν γῆν, [[αὐτόθι]] 81. 2) μετὰ δοτ. προσ., [[σπάνιος]] ἐπιφοιτᾷ σφι, σπανίως ἐπισκέπτεται αὐτούς, περὶ τοῦ ἱεροῦ πτηνοῦ τῶν Αἰγυπτίων φοίνικος, Ἡρόδ. 2. 73, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 9. 3) μετ’ αἰτ. προσ., ἐπὶ ὀνείρων, φῄς τοι... ἐπιφοιτᾶν [[ὄνειρον]] θεοῦ τινος πομπῇ Ἡρόδ. 7. 16, πρβλ. 15. 16· ἐπὶ νόσου, [[ἐπανέρχομαι]], Ἱππ. 169C, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4· ἐπεφοίτα [[πανταχόσε]], μετέβαινε [[πανταχοῦ]], Πλουτ. Ἀντ. 65.
|lstext='''ἐπιφοιτάω''': Ἰων. -έω, [[μεταβαίνω]] που συχνά, [[συχνάζω]], πλεῦνος δὲ ἀεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος, ἀντὶ πλεύνων δὲ ἀεὶ γινομένων τῶν ἐπιφοιτεόντων, τῶν προσερχομένων νὰ δικασθῶσιν, Ἡρόδ. 1. 97., 9. 28· ὁ ἐπιφοιτέων [[κέραμος]], τὰ ἀεὶ εἰσαγόμενα ἀγγεῖα οἴνου, ὁ αὐτ. 3. 6· ἐπ. ἐς..., [[περιέρχομαι]] εἰς διάφορα μέρη, Θουκ. 1. 135· [[ὥστε]] τὴν γῆν δῃοῦν ἐπιφοιτῶντες, [[ὥστε]] εἰσβάλλοντες νὰ δῃῶμεν τὴν γῆν, [[αὐτόθι]] 81. 2) μετὰ δοτ. προσ., [[σπάνιος]] ἐπιφοιτᾷ σφι, σπανίως ἐπισκέπτεται αὐτούς, περὶ τοῦ ἱεροῦ πτηνοῦ τῶν Αἰγυπτίων φοίνικος, Ἡρόδ. 2. 73, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 9. 3) μετ’ αἰτ. προσ., ἐπὶ ὀνείρων, φῄς τοι... ἐπιφοιτᾶν [[ὄνειρον]] θεοῦ τινος πομπῇ Ἡρόδ. 7. 16, πρβλ. 15. 16· ἐπὶ νόσου, [[ἐπανέρχομαι]], Ἱππ. 169C, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4· ἐπεφοίτα [[πανταχόσε]], μετέβαινε [[πανταχοῦ]], Πλουτ. Ἀντ. 65.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> venir de nouveau <i>ou</i> souvent dans un lieu, fréquenter : ἐπ. [[ἐς]] τὴν ἄλλην Πελοπόννησον THC fréquenter le reste du Péloponnèse ; <i>avec idée d’hostilité</i> faire des incursions dans un pays ennemi;<br /><b>2</b> venir vers, visiter ; <i>en gén.</i> aller vers, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[φοιτάω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm