Anonymous

ἐρωτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1041.png Seite 1041]] zur Liebe gehörig, die Liebe betreffend, ὀργὴ ἐρ., Liebeszorn, Thuc. 6, 57; [[λύπη]], ibd. 59; [[μανία]], Plat. Phaedr. 265 b; [[τέχνη]], 275 a; oft τὰ ἐρωτικά, Liebeshändel, Liebe, auch Begierde, Conv. 186 c; ἀνὴρ [[ἐρωτικός]], Phaedr. 248 d, der sich auf die Liebe versteht, wie Xen. Hem. 2, 6, 28; οἱ νέοι ἐρωτικοί, zur Liebe geneigt, ihr ergeben, verliebt, Arist. Eth. 8, 3; τοῦτο ἥκιστα ἐρωτικὸν εἴρηκας, für einen Liebhaber passend, Luc. Scyth. 5; πρὸς τὸ [[χρυσίον]], nach Golde lüstern, Plut. Dem. 25, wie [[περί]] τι, Luc. dom. 2. – Bei Plut. Amator. 1 ist τὰ ἐρωτικά = [[ἐρωτίδια]]. – Adv. ἐρωτικῶς, z. B. περιαλγεῖν, wie ein Liebhaber, Thuc. 6, 54; ἔχειν τινός, Neigung zu Etwas haben, Plat. Conv. 222 c; Xen. Cyr. 3, 3, 12; ἐρωτικώτατά τινος ἔχειν Hier. 1, 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1041.png Seite 1041]] zur Liebe gehörig, die Liebe betreffend, ὀργὴ ἐρ., Liebeszorn, Thuc. 6, 57; [[λύπη]], ibd. 59; [[μανία]], Plat. Phaedr. 265 b; [[τέχνη]], 275 a; oft τὰ ἐρωτικά, Liebeshändel, Liebe, auch Begierde, Conv. 186 c; ἀνὴρ [[ἐρωτικός]], Phaedr. 248 d, der sich auf die Liebe versteht, wie Xen. Hem. 2, 6, 28; οἱ νέοι ἐρωτικοί, zur Liebe geneigt, ihr ergeben, verliebt, Arist. Eth. 8, 3; τοῦτο ἥκιστα ἐρωτικὸν εἴρηκας, für einen Liebhaber passend, Luc. Scyth. 5; πρὸς τὸ [[χρυσίον]], nach Golde lüstern, Plut. Dem. 25, wie [[περί]] τι, Luc. dom. 2. – Bei Plut. Amator. 1 ist τὰ ἐρωτικά = [[ἐρωτίδια]]. – Adv. ἐρωτικῶς, z. B. περιαλγεῖν, wie ein Liebhaber, Thuc. 6, 54; ἔχειν τινός, Neigung zu Etwas haben, Plat. Conv. 222 c; Xen. Cyr. 3, 3, 12; ἐρωτικώτατά τινος ἔχειν Hier. 1, 21.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l'amour, d’amour;<br /><b>2</b> qui convient à un amant <i>ou</i> à un amoureux;<br /><b>3</b> porté à l'amour, de complexion amoureuse;<br /><b>4</b> <i>p. ext.</i> avide de, passionné pour : [[πρός]] [[τι]], [[περί]] [[τι]], pour qch;<br /><i>Cp.</i> ἐρωτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρως]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἔρωτα ἢ προεχόμενος ἐξ ἔρωτος, [[ὀργή]], [[λύπη]] Θουκ. 6. 57, 59· ἐρ. ξυντυχία. ἐρωτικὴ [[ὑπόθεσις]], [[αὐτόθι]] 54· ἐρ. [[λόγος]], [[λόγος]] περὶ ἔρωτος, Πλάτ. Φαῖδρ. 227C· ἐρ. [[μέλος]], ᾆσμα ἐρωτ., Βίων 15. 2· περὶ ἐρ. αἰτίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 1· τὰ ἐρωτικά, ἐρωτικαὶ ὑποθέσεις, Πλάτ. Συμπ. 186C, 193Ε, κ. ἀλλ.· τὰ ἐρ. περὶ γυναῖκας Πλουτ. Κίμ. 4· [[ὡσαύτως]], = [[Ἐρωτίδια]] Πλούταρχ. 2.748F· ἡ ἐρωτική, = τὰ ἐρωτικὰ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἔκδοτος]] εἰς ἔρωτα, Πλάτ. Πολ. 474D, κ. ἀλλ.· συγκρ. -ώτερος Ξεν. Συμπ. 4. 62· [[καθόλου]], ἔχων ἔρωτα, τρέφων πόθον, [[πρός]] τι Πλουτ. Δημοσθ. 25. - Ἐπιρρ. -κῶς Θουκ. 6. 54· ἐρ. μεταχειρίζεσθαί τινα Λυσ. Ἀποσπ. 2· ἐρ. διατίθεσθαι Πλάτ. Συμπ. 207Β· ἐρ. ἔχειν τινός, ἔχειν ἔρωτα [[πρός]] τινα, [[αὐτόθι]] 222C· ἐρωτικῶς ἔχειν… τοῦ ποιεῖν τι, ἐπιθυμεῖν σφοδρῶς, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 12.
|lstext='''ἐρωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἔρωτα ἢ προεχόμενος ἐξ ἔρωτος, [[ὀργή]], [[λύπη]] Θουκ. 6. 57, 59· ἐρ. ξυντυχία. ἐρωτικὴ [[ὑπόθεσις]], [[αὐτόθι]] 54· ἐρ. [[λόγος]], [[λόγος]] περὶ ἔρωτος, Πλάτ. Φαῖδρ. 227C· ἐρ. [[μέλος]], ᾆσμα ἐρωτ., Βίων 15. 2· περὶ ἐρ. αἰτίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 1· τὰ ἐρωτικά, ἐρωτικαὶ ὑποθέσεις, Πλάτ. Συμπ. 186C, 193Ε, κ. ἀλλ.· τὰ ἐρ. περὶ γυναῖκας Πλουτ. Κίμ. 4· [[ὡσαύτως]], = [[Ἐρωτίδια]] Πλούταρχ. 2.748F· ἡ ἐρωτική, = τὰ ἐρωτικὰ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἔκδοτος]] εἰς ἔρωτα, Πλάτ. Πολ. 474D, κ. ἀλλ.· συγκρ. -ώτερος Ξεν. Συμπ. 4. 62· [[καθόλου]], ἔχων ἔρωτα, τρέφων πόθον, [[πρός]] τι Πλουτ. Δημοσθ. 25. - Ἐπιρρ. -κῶς Θουκ. 6. 54· ἐρ. μεταχειρίζεσθαί τινα Λυσ. Ἀποσπ. 2· ἐρ. διατίθεσθαι Πλάτ. Συμπ. 207Β· ἐρ. ἔχειν τινός, ἔχειν ἔρωτα [[πρός]] τινα, [[αὐτόθι]] 222C· ἐρωτικῶς ἔχειν… τοῦ ποιεῖν τι, ἐπιθυμεῖν σφοδρῶς, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 12.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l'amour, d’amour;<br /><b>2</b> qui convient à un amant <i>ou</i> à un amoureux;<br /><b>3</b> porté à l'amour, de complexion amoureuse;<br /><b>4</b> <i>p. ext.</i> avide de, passionné pour : [[πρός]] [[τι]], [[περί]] [[τι]], pour qch;<br /><i>Cp.</i> ἐρωτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρως]].
}}
}}
{{grml
{{grml