Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐφοπλίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1122.png Seite 1122]] ausrüsten, in Stand setzen; [[δόρπον]] ἐφοπλίσσαντες Il. 23, 55; [[δεῖπνον]] ἐφοπλίσσαι Od. 19, 419; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 157; auch med., δόρπα τ' ἐφοπλισσόμεσθα Il. 9, 66; ἐφοπλίζηαι ἐδωδήν Nic. Ath. III, 126 b; ἅμαξαν ἐφοπλίσσαιτε, anschirren, Il. 24, 263; sp. D.; vom Schiffe, Od. 2, 295; νῆας Mens. Rom. (IX, 384); [[ὅσσα]] τε νηῒ ἐφοπλίσσασθαι ἔοικε Ap. Rh. 1, 332; – gegen Einen bewaffnen, τινά τινι, Opp. Cyn. 3, 244 u. a. Sp.; im med. sich gegen Einen rüsten, ihn angreifen, τινί, Opp. Cyn. 2, 673. 3, 86; auch τὸν Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι, = act., Plat. Ep. 30 (IX, 39).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1122.png Seite 1122]] ausrüsten, in Stand setzen; [[δόρπον]] ἐφοπλίσσαντες Il. 23, 55; [[δεῖπνον]] ἐφοπλίσσαι Od. 19, 419; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 157; auch med., δόρπα τ' ἐφοπλισσόμεσθα Il. 9, 66; ἐφοπλίζηαι ἐδωδήν Nic. Ath. III, 126 b; ἅμαξαν ἐφοπλίσσαιτε, anschirren, Il. 24, 263; sp. D.; vom Schiffe, Od. 2, 295; νῆας Mens. Rom. (IX, 384); [[ὅσσα]] τε νηῒ ἐφοπλίσσασθαι ἔοικε Ap. Rh. 1, 332; – gegen Einen bewaffnen, τινά τινι, Opp. Cyn. 3, 244 u. a. Sp.; im med. sich gegen Einen rüsten, ihn angreifen, τινί, Opp. Cyn. 2, 673. 3, 86; auch τὸν Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι, = act., Plat. Ep. 30 (IX, 39).
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. épq. sbj. 3ᵉ pl.</i> ἐφοπλίσσωσι, <i>opt. 2ᵉ sg.</i> ἐφοπλίσσειας, <i>part. pl.</i> ἐφοπλίσσαντες;<br />apprêter, préparer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐφοπλίζομαι préparer pour soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὁπλίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφοπλίζω''': [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], ἐσσυμένως ἄρα [[δόρπον]] ἐφοπλίσσαντες ἕκαστοι δαίνυντ’ Ἰλ. Ψ. 55· Αὐτόλυκος δ’ υἱοῖσιν ἐκέκλετο… [[δεῖπνον]] ἐφοπλίσσαι Ὀδ. Τ. 419· δαῖτα γέρουσιν ἐφοπλίζωμεν Ἰλ. Δ. 344· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσῳ, δόρπα τ’ ἐφοπλισόμεσθα Ἰλ. Θ. 503, Ι. 66· [[ὡσαύτως]], ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐφοπλίσαι Ὀδ. Ζ. 37, πρβλ. 57, 69, Ἰλ. Ω 263· νῆα ἐφοπλίσσαντες Ὀδ. Β. 295· μετ’ ἀπαρ., Ἀπόλλ. Ρόδ. Δ. 1720 2) ὡς καὶ νῦν, [[ὁπλίζω]] τινὰ [[ἐναντίον]] τινός, τινὰ τινι Ὀππ. Κυν. 3. 244· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ, Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι Ἀνθ. Π. 9. 39, πρβλ. Πλαν. 151. ΙΙ. Μέσον ἐν τῇ κυρίᾳ [[αὐτοῦ]] [[σημασία]], [[ὁπλίζω]] ἐμαυτόν, εἰς ἀγῶνα Ὀππ. Ἁλ. 5. 617: - ἑτοιμάζομαι πρὸς ἐπίθεσιν, λαγωοῖς ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 3. 86.
|lstext='''ἐφοπλίζω''': [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], ἐσσυμένως ἄρα [[δόρπον]] ἐφοπλίσσαντες ἕκαστοι δαίνυντ’ Ἰλ. Ψ. 55· Αὐτόλυκος δ’ υἱοῖσιν ἐκέκλετο… [[δεῖπνον]] ἐφοπλίσσαι Ὀδ. Τ. 419· δαῖτα γέρουσιν ἐφοπλίζωμεν Ἰλ. Δ. 344· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσῳ, δόρπα τ’ ἐφοπλισόμεσθα Ἰλ. Θ. 503, Ι. 66· [[ὡσαύτως]], ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐφοπλίσαι Ὀδ. Ζ. 37, πρβλ. 57, 69, Ἰλ. Ω 263· νῆα ἐφοπλίσσαντες Ὀδ. Β. 295· μετ’ ἀπαρ., Ἀπόλλ. Ρόδ. Δ. 1720 2) ὡς καὶ νῦν, [[ὁπλίζω]] τινὰ [[ἐναντίον]] τινός, τινὰ τινι Ὀππ. Κυν. 3. 244· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ, Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι Ἀνθ. Π. 9. 39, πρβλ. Πλαν. 151. ΙΙ. Μέσον ἐν τῇ κυρίᾳ [[αὐτοῦ]] [[σημασία]], [[ὁπλίζω]] ἐμαυτόν, εἰς ἀγῶνα Ὀππ. Ἁλ. 5. 617: - ἑτοιμάζομαι πρὸς ἐπίθεσιν, λαγωοῖς ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 3. 86.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. épq. sbj. 3ᵉ pl.</i> ἐφοπλίσσωσι, <i>opt. 2ᵉ sg.</i> ἐφοπλίσσειας, <i>part. pl.</i> ἐφοπλίσσαντες;<br />apprêter, préparer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐφοπλίζομαι préparer pour soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὁπλίζω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth