3,277,188
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1121.png Seite 1121]] ion. [[ἐποδιάζω]], mit Reisebedürfnissen versehen; τούτους ἀποπέμπουσι ἐποδιάσαντες Her. 9, 99; Plut. Cat. min. 65; übh. mit dem Erforderlichen versehen, ausrüsten, αὑτοὺς ἀλκῇ καὶ τοῖς ὅπλοις D. Sic. 5, 34; οἷς (συνέσει, σωφροσύνῃ u. ä.) αὐτὸν ἐφωδίαζε [[φιλοσοφία]] πρὸς τὴν στρατείαν Plut. de Alex. fort. I, 4; dem βοηθεῖν entsprechend, befördern, τὴν ἀργίαν Sol. 23. – Med. (sich) mit dem zur Reise Nöthigen versorgen lassen, ἐκ Χίου πενταδραχμίαν ἑκάστῳ τῶν ναυτῶν ἐφοδιασάμενος Xen. Hell. 1, 6, 12, er ließ Jedem fünf Drachmen für die Reise zahlen; Pol. 18, 3, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1121.png Seite 1121]] ion. [[ἐποδιάζω]], mit Reisebedürfnissen versehen; τούτους ἀποπέμπουσι ἐποδιάσαντες Her. 9, 99; Plut. Cat. min. 65; übh. mit dem Erforderlichen versehen, ausrüsten, αὑτοὺς ἀλκῇ καὶ τοῖς ὅπλοις D. Sic. 5, 34; οἷς (συνέσει, σωφροσύνῃ u. ä.) αὐτὸν ἐφωδίαζε [[φιλοσοφία]] πρὸς τὴν στρατείαν Plut. de Alex. fort. I, 4; dem βοηθεῖν entsprechend, befördern, τὴν ἀργίαν Sol. 23. – Med. (sich) mit dem zur Reise Nöthigen versorgen lassen, ἐκ Χίου πενταδραχμίαν ἑκάστῳ τῶν ναυτῶν ἐφοδιασάμενος Xen. Hell. 1, 6, 12, er ließ Jedem fünf Drachmen für die Reise zahlen; Pol. 18, 3, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> ἐφωδίαζον, <i>f.</i> ἐφοδιάσω;<br /><b>1</b> munir qqn de provisions pour un voyage, acc.;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> munir : τινά τινι qqn de qch ; <i>en gén.</i> protéger, défendre, encourager : ἀργίαν PLUT, ἀπείθειαν PLUT l'oisiveté, la désobéissance;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐφοδιάζομαι (se) faire remettre comme provisions de voyage <i>ou</i> frais de route, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐφόδιον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐφοδιάζω''': Ἰων. ἐποδιάζω: μέλλ. -άσω, [[ἐφοδιάζω]] τινὰ μὲ τὰ ἀπαιτούμενα διὰ [[ταξείδιον]], Λατ. viaticum dare, τούτους λυσάμενοι ἀποπέμπουσι ἐποδιάσαντες ἐς τὰς Ἀθήνας Ἡρόδ. 9. 99· τινὰ Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 65: - Μέσ., [[λαμβάνω]] μετ’ ἐμοῦ τὰ ἀναγκαῖα [[ἐφόδια]], ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 18. 3, 2. - Παθ., ἐφοδιάζομαι μέ τι, θερμοὺς ἐφωδιάσθημεν αὐτοὺς (δηλ. τοὺς ἄρτους) Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυ. Θ΄. 12)· 2) [[καθόλου]], χορηγῶ τι, [[ἐφοδιάζω]], αὐτοὺς ἀλκῇ καὶ ὅπλοις Διόδ. 5. 34, πρβλ. Πλούτ. 2. 327. ΙΙ. Μέσ. μετ’ αἰτ. πράγμ., πενταδραχμίαν ἑκάστῳ ἐφοδιασάμενος, φροντίσας [[ὥστε]] εἰς ἕκαστον νὰ δοθῶσι [[πέντε]] δραχμαί, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 12. 3) μεταφ., διατηρῶ, [[προάγω]], ἀργίαν Πλουτ. Σόλων 23· την ἀπείθειαν ὁ αὐτ. ἐν Κοριολ. 16. | |lstext='''ἐφοδιάζω''': Ἰων. ἐποδιάζω: μέλλ. -άσω, [[ἐφοδιάζω]] τινὰ μὲ τὰ ἀπαιτούμενα διὰ [[ταξείδιον]], Λατ. viaticum dare, τούτους λυσάμενοι ἀποπέμπουσι ἐποδιάσαντες ἐς τὰς Ἀθήνας Ἡρόδ. 9. 99· τινὰ Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 65: - Μέσ., [[λαμβάνω]] μετ’ ἐμοῦ τὰ ἀναγκαῖα [[ἐφόδια]], ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 18. 3, 2. - Παθ., ἐφοδιάζομαι μέ τι, θερμοὺς ἐφωδιάσθημεν αὐτοὺς (δηλ. τοὺς ἄρτους) Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυ. Θ΄. 12)· 2) [[καθόλου]], χορηγῶ τι, [[ἐφοδιάζω]], αὐτοὺς ἀλκῇ καὶ ὅπλοις Διόδ. 5. 34, πρβλ. Πλούτ. 2. 327. ΙΙ. Μέσ. μετ’ αἰτ. πράγμ., πενταδραχμίαν ἑκάστῳ ἐφοδιασάμενος, φροντίσας [[ὥστε]] εἰς ἕκαστον νὰ δοθῶσι [[πέντε]] δραχμαί, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 12. 3) μεταφ., διατηρῶ, [[προάγω]], ἀργίαν Πλουτ. Σόλων 23· την ἀπείθειαν ὁ αὐτ. ἐν Κοριολ. 16. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |