Anonymous

ἑρμηνεία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "s’" to "s'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1032.png Seite 1032]] ἡ, Auslegung, Erklärung, Plat. Rep. VII, 524 b, [[λόγος]] ἦν ἡ τῆς σῆς διαφορότητο ς ἑρμ. Theaet. 209 a; Sp. – Der Ausdruck, die Fähigkeit, sich auszudrücken, die Sprache, Xen. Mem. 4, 3, 12; τῇ γλώττῃ χρῆται πρὸς τὴν ἑρμηνείαν Arist. de respir. 11; part. anim. 3, 17; Rhett.; – die Fähigkeit zu erklären, das Dollmetschen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1032.png Seite 1032]] ἡ, Auslegung, Erklärung, Plat. Rep. VII, 524 b, [[λόγος]] ἦν ἡ τῆς σῆς διαφορότητο ς ἑρμ. Theaet. 209 a; Sp. – Der Ausdruck, die Fähigkeit, sich auszudrücken, die Sprache, Xen. Mem. 4, 3, 12; τῇ γλώττῃ χρῆται πρὸς τὴν ἑρμηνείαν Arist. de respir. 11; part. anim. 3, 17; Rhett.; – die Fähigkeit zu erklären, das Dollmetschen, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> expression d’une pensée ; élocution, faculté de s'exprimer;<br /><b>2</b> interprétation d’une pensée ; éclaircissement, explication.<br />'''Étymologie:''' [[ἑρμηνεύς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑρμηνεία''': ἡ, ([[ἑρμηνεύω]]) [[ἐξήγησις]], διασαφήνισις, Διογ. Ἀπολλωνιάτ. ἐν Ἀποσπ. 1, <br />Πλάτ. Πολ. 524Β, Θεαίτ. 209Α· ἡ [[δύναμις]] τοῦ διὰ λόγων ἐκφράζειν τὰ διανοήματα, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 12· χρῆσθαι τῇ γλώττῃ πρὸς ἑρμηνείαν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 5, πρβλ. τὸ περὶ Ψυχ. 2. 8, 16, π. Ἀναπν. 11, 1· [[ἔκφρασις]], αἱ Πλατωνικαὶ ἑρμ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 1. 2· [[ὑπόμνημα]] ἑρμηνευτικόν, [[ἑρμηνεία]] εἰς τὴν ὀκτάτευχον Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 7. 8, κλ.
|lstext='''ἑρμηνεία''': ἡ, ([[ἑρμηνεύω]]) [[ἐξήγησις]], διασαφήνισις, Διογ. Ἀπολλωνιάτ. ἐν Ἀποσπ. 1, <br />Πλάτ. Πολ. 524Β, Θεαίτ. 209Α· ἡ [[δύναμις]] τοῦ διὰ λόγων ἐκφράζειν τὰ διανοήματα, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 12· χρῆσθαι τῇ γλώττῃ πρὸς ἑρμηνείαν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 5, πρβλ. τὸ περὶ Ψυχ. 2. 8, 16, π. Ἀναπν. 11, 1· [[ἔκφρασις]], αἱ Πλατωνικαὶ ἑρμ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 1. 2· [[ὑπόμνημα]] ἑρμηνευτικόν, [[ἑρμηνεία]] εἰς τὴν ὀκτάτευχον Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 7. 8, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> expression d’une pensée ; élocution, faculté de s'exprimer;<br /><b>2</b> interprétation d’une pensée ; éclaircissement, explication.<br />'''Étymologie:''' [[ἑρμηνεύς]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR