Anonymous

ἐφυβρίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1123.png Seite 1123]] sich übermüthig gegen Jem. betragen, ihn schmähen u. beschimpfen; absol., Il. 9, 368 u. Sp.; ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ ἥκοιεν, sie höhnten auf andere Weise u. durch die Frage, ob, Thuc. 6, 63; θανόντι Soph. Ai. 1364; ὃς τὰ δεινὰ τῇδ' ἐφυβρίζει πόλει Eur. Phoen. 180; Plut.; – εἴς τινα, Eur. Andr. 625; – τινά, Eur. Heracl. 948; Plut. z. B. τὴν ἀμαθίαν, verhöhnen, de gen. Socr. 7; κελαινώπαν θυμὸν ἐφυβρίζει [[ἀνήρ]], er zeigt höhnend sein schwarzes Herz, Soph. Ai. 934. – Pass., μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς Eur. Phoen. 1663.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1123.png Seite 1123]] sich übermüthig gegen Jem. betragen, ihn schmähen u. beschimpfen; absol., Il. 9, 368 u. Sp.; ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ ἥκοιεν, sie höhnten auf andere Weise u. durch die Frage, ob, Thuc. 6, 63; θανόντι Soph. Ai. 1364; ὃς τὰ δεινὰ τῇδ' ἐφυβρίζει πόλει Eur. Phoen. 180; Plut.; – εἴς τινα, Eur. Andr. 625; – τινά, Eur. Heracl. 948; Plut. z. B. τὴν ἀμαθίαν, verhöhnen, de gen. Socr. 7; κελαινώπαν θυμὸν ἐφυβρίζει [[ἀνήρ]], er zeigt höhnend sein schwarzes Herz, Soph. Ai. 934. – Pass., μὴ 'φυβρίζεσθαι νεκρούς Eur. Phoen. 1663.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> insulter, outrager : τινι qqn ; ἐφύβριζον ἄλλα [[τε]] καὶ [[εἰ]] THC entre autres paroles injurieuses, ils se demandaient si…;<br /><b>2</b> triompher avec insolence de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὑβρίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφυβρίζω''': [[ὑβρίζω]], φέρομαι ὑβριστικῶς [[πρός]] τινα, [[γέρας]] δέ μοι, [[ὅσπερ]] ἔδωκεν, [[αὖθις]] ἐφυβρίζων ἕλετο [[κρείων]] [[Ἀγαμέμνων]] Ἰλ. Ι. 368· μετὰ δοτ., Σοφ. Αἴ. 1385· μετ’ αἰτ., Ἀνθ. Πλαν. 4. οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ μή ᾿φυβρίζεσθαι νεκροὺς Εὐρ. Φοίν. 1663· [[συχνάκις]] προστίθεται οὐδ. ἐπίθετον, πολλὰ ἐφυβρίζειν τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 947· τὰ δεινά τινι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 180· εἰς ἀδελφὸν οἷ’ ἐφύβρισας ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 624· ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ..., μετεχειρίζοντο ὑβριστικὴν γλῶσσαν ἐρωτῶντες πρὸ πάντων ἂν…, Θουκ. 6. 63. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἐπιχαιρεκακέω]], [[χαίρω]] ἐπὶ τοῖς ἀτυχήμασιν ἄλλου, Σοφ. Αἴ. 954, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb.
|lstext='''ἐφυβρίζω''': [[ὑβρίζω]], φέρομαι ὑβριστικῶς [[πρός]] τινα, [[γέρας]] δέ μοι, [[ὅσπερ]] ἔδωκεν, [[αὖθις]] ἐφυβρίζων ἕλετο [[κρείων]] [[Ἀγαμέμνων]] Ἰλ. Ι. 368· μετὰ δοτ., Σοφ. Αἴ. 1385· μετ’ αἰτ., Ἀνθ. Πλαν. 4. οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ μή ᾿φυβρίζεσθαι νεκροὺς Εὐρ. Φοίν. 1663· [[συχνάκις]] προστίθεται οὐδ. ἐπίθετον, πολλὰ ἐφυβρίζειν τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 947· τὰ δεινά τινι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 180· εἰς ἀδελφὸν οἷ’ ἐφύβρισας ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 624· ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ..., μετεχειρίζοντο ὑβριστικὴν γλῶσσαν ἐρωτῶντες πρὸ πάντων ἂν…, Θουκ. 6. 63. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἐπιχαιρεκακέω]], [[χαίρω]] ἐπὶ τοῖς ἀτυχήμασιν ἄλλου, Σοφ. Αἴ. 954, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> insulter, outrager : τινι qqn ; ἐφύβριζον ἄλλα [[τε]] καὶ [[εἰ]] THC entre autres paroles injurieuses, ils se demandaient si…;<br /><b>2</b> triompher avec insolence de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὑβρίζω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth