Anonymous

ἑταιρεία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1046.png Seite 1046]] ἡ, ion. [[ἑταιρηΐη]], Genossenschaft, Kameradschaft, Soph. Ai. 668, wo die [[varia lectio|v.l.]] [[ἑταιρία]] (w. m. s.); προσποιησάμενος τὴν ἑταιρηΐην τῶν ἡλικιωτέων Her. 5, 71; εἰς φιλίαν καὶ ἑταιρείαν ἀλλήλοις καθιστάναι Plat. Ep. VII, 328 d; bes. zu politischen Zwecken, eine politische Gesellschaft, Faction, Klub, wie Isocr. 4, 79, ποιεῖσθαι 3, 54; vgl. Plat. Theaet. 173 d; ἑταιρείας συνάγειν Rep. II, 365 d; ὃς ἂν τὴν πόλιν ἑταιρείας [[ὑπήκοον]] ποιῇ Legg. IX, 856 b; vgl. Lys. 12, 55; Dem. 29, 22, wo sich fast überall die [[varia lectio|v.l.]] [[ἑταιρία]] findet. Bei Arist. H. A. 9, 4 sogar von Thieren. – Bei Andoc. 1, 100 = [[ἑταίρησις]], wie D. Sic. 2, 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1046.png Seite 1046]] ἡ, ion. [[ἑταιρηΐη]], Genossenschaft, Kameradschaft, Soph. Ai. 668, wo die [[varia lectio|v.l.]] [[ἑταιρία]] (w. m. s.); προσποιησάμενος τὴν ἑταιρηΐην τῶν ἡλικιωτέων Her. 5, 71; εἰς φιλίαν καὶ ἑταιρείαν ἀλλήλοις καθιστάναι Plat. Ep. VII, 328 d; bes. zu politischen Zwecken, eine politische Gesellschaft, Faction, Klub, wie Isocr. 4, 79, ποιεῖσθαι 3, 54; vgl. Plat. Theaet. 173 d; ἑταιρείας συνάγειν Rep. II, 365 d; ὃς ἂν τὴν πόλιν ἑταιρείας [[ὑπήκοον]] ποιῇ Legg. IX, 856 b; vgl. Lys. 12, 55; Dem. 29, 22, wo sich fast überall die [[varia lectio|v.l.]] [[ἑταιρία]] findet. Bei Arist. H. A. 9, 4 sogar von Thieren. – Bei Andoc. 1, 100 = [[ἑταίρησις]], wie D. Sic. 2, 18.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> association de camarades, d’amis ; <i>particul. à Athènes</i> hétérie, <i>association civique, militaire, voire politique ; en Crète, l'hétairie semble regrouper les citoyens de la même classe d’âge</i>;<br /><b>2</b> liaison amicale, amitié.<br />'''Étymologie:''' [[ἑταιρεύομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑταιρεία''': ἡ, ([[συχνάκις]] γραφόμενον [[ἑταιρία]] ἐν Ἀντιγράφοις, Σοφ. Αἴ. 682, Εὐρ. Ὀρ. 1072, 1079, Θουκ. 3. 82, Ἰσοκρ. 56D, Δημ., κλ., πρβλ. [[ἀνδρεία]]), Ἰων. -ηΐη, ([[ἑταῖρος]]). Συντροφία, [[σύλλογος]], [[σύνδεσμος]], [[ἀδελφότης]], τῶν ἡλικιωτέων Ἡρόδ. 5. 71· ἑτ. ποιεῖσθαι, συνάγειν Ἰσοκρ. 38Α, Πλάτ. Πολ. 365D· μαρτύρων συνεστῶσα [[ἑταιρεία]] Δημ. 560. 5· αἱ βόες νέμονται καθ’ ἑταιρείας, κατ’ ἀγέλας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 4. 2) ἐν Ἀθήναις πολιτικὸς [[σύλλογος]] πρὸς φατριαστικοὺς σκοπούς, Θουκ. 3. 82, Λυσ. 125. 16, Ἰσοκρ. 56D, Πλάτ. Πολ. 365D· ἑταρεῖαι ἐπ’ ἀρχὰς ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173D· [[οὕτως]] ἐν Καρχηδόνι, τὰ συσσίτια τῶν ἑτ., παραβαλλόμενα πρὸς τὰ ἐν Σπάρτῃ [[φιδίτια]], Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 3, πρβλ. 5. 6, 6., 5. 11, 5. ΙΙ. [[καθόλου]], φιλικὴ [[σχέσις]], [[φιλία]], [[Σιμωνίδης]] 119, Σοφ. καὶ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ἔχθρα]], Δημ. 851. 18. ΙΙΙ. = [[ἑταίρησις]], Ἀνδοκ. 13. 27, Διόδ. 2. 18: ὁ Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2, συνδυάζει τὰς σημασίας ΙΙ. καὶ ΙΙΙ.
|lstext='''ἑταιρεία''': ἡ, ([[συχνάκις]] γραφόμενον [[ἑταιρία]] ἐν Ἀντιγράφοις, Σοφ. Αἴ. 682, Εὐρ. Ὀρ. 1072, 1079, Θουκ. 3. 82, Ἰσοκρ. 56D, Δημ., κλ., πρβλ. [[ἀνδρεία]]), Ἰων. -ηΐη, ([[ἑταῖρος]]). Συντροφία, [[σύλλογος]], [[σύνδεσμος]], [[ἀδελφότης]], τῶν ἡλικιωτέων Ἡρόδ. 5. 71· ἑτ. ποιεῖσθαι, συνάγειν Ἰσοκρ. 38Α, Πλάτ. Πολ. 365D· μαρτύρων συνεστῶσα [[ἑταιρεία]] Δημ. 560. 5· αἱ βόες νέμονται καθ’ ἑταιρείας, κατ’ ἀγέλας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 4. 2) ἐν Ἀθήναις πολιτικὸς [[σύλλογος]] πρὸς φατριαστικοὺς σκοπούς, Θουκ. 3. 82, Λυσ. 125. 16, Ἰσοκρ. 56D, Πλάτ. Πολ. 365D· ἑταρεῖαι ἐπ’ ἀρχὰς ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173D· [[οὕτως]] ἐν Καρχηδόνι, τὰ συσσίτια τῶν ἑτ., παραβαλλόμενα πρὸς τὰ ἐν Σπάρτῃ [[φιδίτια]], Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 11, 3, πρβλ. 5. 6, 6., 5. 11, 5. ΙΙ. [[καθόλου]], φιλικὴ [[σχέσις]], [[φιλία]], [[Σιμωνίδης]] 119, Σοφ. καὶ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ἔχθρα]], Δημ. 851. 18. ΙΙΙ. = [[ἑταίρησις]], Ἀνδοκ. 13. 27, Διόδ. 2. 18: ὁ Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2, συνδυάζει τὰς σημασίας ΙΙ. καὶ ΙΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> association de camarades, d’amis ; <i>particul. à Athènes</i> hétérie, <i>association civique, militaire, voire politique ; en Crète, l'hétairie semble regrouper les citoyens de la même classe d’âge</i>;<br /><b>2</b> liaison amicale, amitié.<br />'''Étymologie:''' [[ἑταιρεύομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml