Anonymous

ἔλαφος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0792.png Seite 792]] ὁ, ἡ, Hirsch, Hirschkuh oder Hindinn; ὑψίκερως Od. 10, 158; [[κεραός]] Il. 11, 475; [[ταχεῖα]] Od. 13, 436; φυζακιναί Il. 13, 102; θήλεια Pind. Ol. 3, 30; βαλιαί Eur. Hipp. 218; öfter bei Dichtern, oft Sinnbild der Furchtsamkeit, Il. 21, 486; κραδίην ἐλάφοιο ἔχων, ein Hirschherz habend, d. i. feig, 1, 225. Wo die Gattung bezeichnet wird, ist es gew. fem.; so sagt Arist. H. A. 1, 5 sogar αἱ ἔλαφοι τὰ κέρατα ἀποβάλλουσιν. – Long. 3, 15 [[πήρα]] ἐλάφου, die Hirschhaut. – Bei Ath. XIV, 646 e eine Kuchenart. – Vgl. [[ἐλαφρός]]; die Alten denken wunderlich an ἕλκειν ὄφεις.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0792.png Seite 792]] ὁ, ἡ, Hirsch, Hirschkuh oder Hindinn; ὑψίκερως Od. 10, 158; [[κεραός]] Il. 11, 475; [[ταχεῖα]] Od. 13, 436; φυζακιναί Il. 13, 102; θήλεια Pind. Ol. 3, 30; βαλιαί Eur. Hipp. 218; öfter bei Dichtern, oft Sinnbild der Furchtsamkeit, Il. 21, 486; κραδίην ἐλάφοιο ἔχων, ein Hirschherz habend, d. i. feig, 1, 225. Wo die Gattung bezeichnet wird, ist es gew. fem.; so sagt Arist. H. A. 1, 5 sogar αἱ ἔλαφοι τὰ κέρατα ἀποβάλλουσιν. – Long. 3, 15 [[πήρα]] ἐλάφου, die Hirschhaut. – Bei Ath. XIV, 646 e eine Kuchenart. – Vgl. [[ἐλαφρός]]; die Alten denken wunderlich an ἕλκειν ὄφεις.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />cerf, biche, <i>animal</i> ; κραδίην ἐλάφοιο ἔχων IL qui a un cœur de biche, poltron, lâche.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[ἐλλός]] ; cf. <i>gall.</i> elain, <i>angl.</i> lamb, <i>angl.</i> elk « renne ».
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔλᾰφος''': ὁ καὶ ἡ, Λατ. corvus elaphus, κοινῶς «λάφι», [[εἴτε]] ἄρρεν, Ἰλ. Γ. 24, κ. ἀλλ., [[εἴτε]] θῆλυ, Λ. 113, κ. ἀλλ.· τὸ νεαρὸν [[ἐλάφιον]] ἐκαλεῖτο [[νεβρός]], Ὀδ. Τ. 230· τὰ Ὁμηρ. ἐπίθ. [[εἶναι]] [[κεραός]], [[ὑψίκερως]], Ἰλ. Λ. 475, Ὀδ. Κ. 158· οὕτω, κεροῦσσ’... [[ἔλαφος]] Σοφ. Ἀποσπ. 110· βαλιαῖς ἐλάφοις Εὐρ. Ἱππ. 218· κραδίην ἐλάφοιο ἔχων, ἔχων καρδίαν ἐλάφου, Ἰλ. Α. 225· οὕτω, φυζακινῇς ἐλάφοισιν ἐοίκεσαν, «φευκτικαῖς, δειλαῖς» (Σχόλ.), Ν. 102. Ὡς γενικὸν [[ὄνομα]] οἱ Ἀττ. μεταχειρίζονται τὴν λέξιν θηλυκῶς, ὡς Σοφ., Εὐρ. ἔνθ. ἀνωτ. καὶ [[συχνάκις]] ὁ Ξενοφῶν. ΙΙ. [[κέρας]] ἐλάφου, «ἐλαφοκέρατο», Γεωπ. 13. 8, 2. (Συγγενὲς τῷ ἐλαφρὸς καὶ τῷ Λατ. lepus lepǒris, κατὰ τὸν Pott. Et. Forsch. 1. 233· ἀλλ’ ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸ -φος ὡς ἁπλῆν κατάληξιν, ὡς ἐν τῷ ἔριφος καὶ τῷ Σανσκρ. risha-bhas ([[ταῦρος]])· παραβάλλει δὲ τὰ ἐλλός, ἑλλός, Λιθ. elnis, Σλαβ. jeleni).
|lstext='''ἔλᾰφος''': ὁ καὶ ἡ, Λατ. corvus elaphus, κοινῶς «λάφι», [[εἴτε]] ἄρρεν, Ἰλ. Γ. 24, κ. ἀλλ., [[εἴτε]] θῆλυ, Λ. 113, κ. ἀλλ.· τὸ νεαρὸν [[ἐλάφιον]] ἐκαλεῖτο [[νεβρός]], Ὀδ. Τ. 230· τὰ Ὁμηρ. ἐπίθ. [[εἶναι]] [[κεραός]], [[ὑψίκερως]], Ἰλ. Λ. 475, Ὀδ. Κ. 158· οὕτω, κεροῦσσ’... [[ἔλαφος]] Σοφ. Ἀποσπ. 110· βαλιαῖς ἐλάφοις Εὐρ. Ἱππ. 218· κραδίην ἐλάφοιο ἔχων, ἔχων καρδίαν ἐλάφου, Ἰλ. Α. 225· οὕτω, φυζακινῇς ἐλάφοισιν ἐοίκεσαν, «φευκτικαῖς, δειλαῖς» (Σχόλ.), Ν. 102. Ὡς γενικὸν [[ὄνομα]] οἱ Ἀττ. μεταχειρίζονται τὴν λέξιν θηλυκῶς, ὡς Σοφ., Εὐρ. ἔνθ. ἀνωτ. καὶ [[συχνάκις]] ὁ Ξενοφῶν. ΙΙ. [[κέρας]] ἐλάφου, «ἐλαφοκέρατο», Γεωπ. 13. 8, 2. (Συγγενὲς τῷ ἐλαφρὸς καὶ τῷ Λατ. lepus lepǒris, κατὰ τὸν Pott. Et. Forsch. 1. 233· ἀλλ’ ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸ -φος ὡς ἁπλῆν κατάληξιν, ὡς ἐν τῷ ἔριφος καὶ τῷ Σανσκρ. risha-bhas ([[ταῦρος]])· παραβάλλει δὲ τὰ ἐλλός, ἑλλός, Λιθ. elnis, Σλαβ. jeleni).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />cerf, biche, <i>animal</i> ; κραδίην ἐλάφοιο ἔχων IL qui a un cœur de biche, poltron, lâche.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[ἐλλός]] ; cf. <i>gall.</i> elain, <i>angl.</i> lamb, <i>angl.</i> elk « renne ».
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth