3,276,318
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0786.png Seite 786]] 1) herauszutragen, Ar. Plut. 1138. – 2) bekannt zu machen, [[λόγος]] Plat. Lach. 201 a; εἰ δ' ἔκφορός σοι συμφορὰ πρὸς ἄρσενας, λέγε Eur. Hipp. 295. – 3) durch Leidenschaft fortgerissen, Sp.; sich verirrend, καὶ πλανώμενος Plut. def. or. 25. – 4) act., heraustragend; τῶν δυσσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις Aesch. Eum. 870, mögest die Gottlosen bald als Leichen fortschaffen, Wellauer vermuthet ἔκφθορος; bekannt machend, Ar. Th. 472, wenn nicht [[ἐκφορά]] zu lesen. – 5) οἱ ἔκφοροι, Segeltaue, Schol. Ar. Equ. 438. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0786.png Seite 786]] 1) herauszutragen, Ar. Plut. 1138. – 2) bekannt zu machen, [[λόγος]] Plat. Lach. 201 a; εἰ δ' ἔκφορός σοι συμφορὰ πρὸς ἄρσενας, λέγε Eur. Hipp. 295. – 3) durch Leidenschaft fortgerissen, Sp.; sich verirrend, καὶ πλανώμενος Plut. def. or. 25. – 4) act., heraustragend; τῶν δυσσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις Aesch. Eum. 870, mögest die Gottlosen bald als Leichen fortschaffen, Wellauer vermuthet ἔκφθορος; bekannt machend, Ar. Th. 472, wenn nicht [[ἐκφορά]] zu lesen. – 5) οἱ ἔκφοροι, Segeltaue, Schol. Ar. Equ. 438. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qu’on peut emporter <i>ou</i> exporter;<br /><b>2</b> qui se laisse emporter par la passion, violent;<br /><b>3</b> produit au dehors ; <i>fig.</i> publié <i>ou</i> qu’on peut divulgué;<br /><b>II.</b> qui emporte, qui détruit : [[ἔκφορος]] [[τῶν]] δυσσεβούντων ESCHL qui fait périr les impies.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκφέρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκφορος''': -ον, ([[φέρω]]) ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ ἔξω, [[ἐξαγώγιμος]], Ἀριστοφ. Πλ. 1138. 2) ὃν δύναταί τις νὰ κάμῃ γνωστὸν ἢ κοινολογήσῃ, εἰ δ’ ἔκφ. σοι ξυμφορὰ πρὸς ἄρσενας Εὐρ. Ἱππ. 295˙ οὐδεὶς γὰρ ἔκφ. [[λόγος]] Πλάτ. Λάχ. 201Α˙ πρβλ. ἐκφορὰ ΙΙ. 2. 3) παραφερόμενος ὑπὸ πάθους ἢ ὀργῆς, [[βίαιος]], [[παράφορος]], Πλούτ. 2. 424Α˙ ἔκφ. ὑπὸ τοῦ πάθους, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ.˙ [[ἵππος]] ἔκφ., [[ἵππος]] ἀφηνιάσας, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐξάγων, ἀπελαύνων, τῶν δυσσεβούντων δ’ ἐκφορωτέρα πέλοις, δηλ. τοὺς δὲ δυσσεβεῖς [[μᾶλλον]] ἀπελάσαις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 910. 2) ἔκφοροι γυναῖκες, ἔγκυοι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 258. ΙΙΙ. ὡς ναυτικὸς ὅρος, ἔκφοροι, οἱ, τὰ σχοινία τὰ χρησιμεύοντα πρὸς συστολὴν ἢ διαστολὴν τῶν ἱστίων, ἄλλως τέρθριοι, Σχόλ, εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 438, Φωτ. Λεξ. | |lstext='''ἔκφορος''': -ον, ([[φέρω]]) ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ ἔξω, [[ἐξαγώγιμος]], Ἀριστοφ. Πλ. 1138. 2) ὃν δύναταί τις νὰ κάμῃ γνωστὸν ἢ κοινολογήσῃ, εἰ δ’ ἔκφ. σοι ξυμφορὰ πρὸς ἄρσενας Εὐρ. Ἱππ. 295˙ οὐδεὶς γὰρ ἔκφ. [[λόγος]] Πλάτ. Λάχ. 201Α˙ πρβλ. ἐκφορὰ ΙΙ. 2. 3) παραφερόμενος ὑπὸ πάθους ἢ ὀργῆς, [[βίαιος]], [[παράφορος]], Πλούτ. 2. 424Α˙ ἔκφ. ὑπὸ τοῦ πάθους, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ.˙ [[ἵππος]] ἔκφ., [[ἵππος]] ἀφηνιάσας, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐξάγων, ἀπελαύνων, τῶν δυσσεβούντων δ’ ἐκφορωτέρα πέλοις, δηλ. τοὺς δὲ δυσσεβεῖς [[μᾶλλον]] ἀπελάσαις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 910. 2) ἔκφοροι γυναῖκες, ἔγκυοι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 258. ΙΙΙ. ὡς ναυτικὸς ὅρος, ἔκφοροι, οἱ, τὰ σχοινία τὰ χρησιμεύοντα πρὸς συστολὴν ἢ διαστολὴν τῶν ἱστίων, ἄλλως τέρθριοι, Σχόλ, εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 438, Φωτ. Λεξ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |