Anonymous

ἔνδοξος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0835.png Seite 835]] 1) in Ruf u. Ansehen, geehrt, vornehm, Theogn. 195; neben [[πλούσιος]] Plat. Soph. 223 b; ποιηταί Xen. Hem. 1, 2, 56; καὶ λαμπρὰ πράγματα Aesch. 3, 231; εἰς τὰ πολεμικά Xen. Hem. 3, 5, 1; ἐπί τινι, Luc. Pseud. 26. – Adv. ἐνδοξότατα, aufs ehrenvollste, Dem. 18, 65. – 2) der gewöhnlichen Meinung, Ansicht gemäß, Ggstz [[παράδοξος]], Arist. rhet. Alex. 12, vgl. rhet. 1, 1 M. Eth. Nicom. 7, 1, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0835.png Seite 835]] 1) in Ruf u. Ansehen, geehrt, vornehm, Theogn. 195; neben [[πλούσιος]] Plat. Soph. 223 b; ποιηταί Xen. Hem. 1, 2, 56; καὶ λαμπρὰ πράγματα Aesch. 3, 231; εἰς τὰ πολεμικά Xen. Hem. 3, 5, 1; ἐπί τινι, Luc. Pseud. 26. – Adv. ἐνδοξότατα, aufs ehrenvollste, Dem. 18, 65. – 2) der gewöhnlichen Meinung, Ansicht gemäß, Ggstz [[παράδοξος]], Arist. rhet. Alex. 12, vgl. rhet. 1, 1 M. Eth. Nicom. 7, 1, 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />renommé, célèbre, illustre ; ἔνδοξοι ταφαί PLUT sépultures glorieuses;<br /><i>Cp.</i> ἐνδοξότερος, <i>Sp.</i> ἐνδοξότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δόξα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνδοξος''': -ον, ([[δόξα]]) δοξαζόμενος ἢ τιμώμενος, πεφημισμένος, ἀντίθ. τῷ [[ἄδοξος]], τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 55, [[αὐτόθι]] 3. 5, 1, Ἀγησ. 1. 19· [[ἐπίσημος]], πλουσίων καὶ ἐνδόξων Πλάτ. Σοφ. 223Β· ὀλίγοι καὶ ἔνδοξοι ἄνδρες Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 7, κτλ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ μνήμης καὶ λόγου ἄξια, τὰ ἐμποιοῦντα δόξαν, οἱ μὲν γὰρ πατέρες ἡμῶν τὰ μὲν ἔνδοξα καὶ λαμπρὰ τῶν πραγμάτων ἀνετίθεσαν τῷ δήμῳ, κτλ., Αἰσχίν. κατὰ Κτησ. 64. 4, 42· [[λαμπρός]], [[μεγαλοπρεπής]], ταφὴ Πλουτ. 2. 99F: - Ἐπίρρ. ἐνδόξως, [[ἐντεῦθεν]] ὑπερθ. ἐνδοξότατα, ἐνδοξότατα ἐβουλεύσασθε Δημ. 246. 25· καὶ συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς. ΙΙ. στηριζόμενος εἰς δοξασίαν, [[πιθανός]], κοινῶς παραδεδεγμένος, ἔνδοξα τὰ δοκοῦντα πᾶσιν ἢ τοῖς πλείστοις ἢ τοῖς σοφοῖς, κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὰ κατ’ ἀνάγκην ἀληθῆ (τὰ πρῶτα καὶ ἀληθῆ), Ἀριστ. Τοπ. 1. 1, 3, πρβλ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 5, Ρητ. 1. 1, 11 κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ., ἐνδόξως συλλογίζεσθαι, κατὰ τὴν κοινὴν τῶν ἀνθρώπων δοξασίαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀληθῶς, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἔλεγχ. 17, 1.
|lstext='''ἔνδοξος''': -ον, ([[δόξα]]) δοξαζόμενος ἢ τιμώμενος, πεφημισμένος, ἀντίθ. τῷ [[ἄδοξος]], τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 55, [[αὐτόθι]] 3. 5, 1, Ἀγησ. 1. 19· [[ἐπίσημος]], πλουσίων καὶ ἐνδόξων Πλάτ. Σοφ. 223Β· ὀλίγοι καὶ ἔνδοξοι ἄνδρες Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 7, κτλ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ μνήμης καὶ λόγου ἄξια, τὰ ἐμποιοῦντα δόξαν, οἱ μὲν γὰρ πατέρες ἡμῶν τὰ μὲν ἔνδοξα καὶ λαμπρὰ τῶν πραγμάτων ἀνετίθεσαν τῷ δήμῳ, κτλ., Αἰσχίν. κατὰ Κτησ. 64. 4, 42· [[λαμπρός]], [[μεγαλοπρεπής]], ταφὴ Πλουτ. 2. 99F: - Ἐπίρρ. ἐνδόξως, [[ἐντεῦθεν]] ὑπερθ. ἐνδοξότατα, ἐνδοξότατα ἐβουλεύσασθε Δημ. 246. 25· καὶ συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς. ΙΙ. στηριζόμενος εἰς δοξασίαν, [[πιθανός]], κοινῶς παραδεδεγμένος, ἔνδοξα τὰ δοκοῦντα πᾶσιν ἢ τοῖς πλείστοις ἢ τοῖς σοφοῖς, κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὰ κατ’ ἀνάγκην ἀληθῆ (τὰ πρῶτα καὶ ἀληθῆ), Ἀριστ. Τοπ. 1. 1, 3, πρβλ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 5, Ρητ. 1. 1, 11 κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ., ἐνδόξως συλλογίζεσθαι, κατὰ τὴν κοινὴν τῶν ἀνθρώπων δοξασίαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀληθῶς, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἔλεγχ. 17, 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />renommé, célèbre, illustre ; ἔνδοξοι ταφαί PLUT sépultures glorieuses;<br /><i>Cp.</i> ἐνδοξότερος, <i>Sp.</i> ἐνδοξότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δόξα]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater