Anonymous

ἔνδοξος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />renommé, célèbre, illustre ; ἔνδοξοι ταφαί PLUT sépultures glorieuses;<br /><i>Cp.</i> ἐνδοξότερος, <i>Sp.</i> ἐνδοξότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δόξα]].
|btext=ος, ον :<br />renommé, célèbre, illustre ; ἔνδοξοι ταφαί PLUT sépultures glorieuses;<br /><i>Cp.</i> ἐνδοξότερος, <i>Sp.</i> ἐνδοξότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δόξα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνδοξος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[славный]], [[знаменитый]], [[известный]] (ποιηταί Xen.; [[ἄνδρες]] Arst.; πράγματα Aeschin.; [[πόλις]] Plut.): ἔ. εἴς τι Xen. и ἐπί τινι Luc. знаменитый чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[знатный]] (νέοι πλούσιοι καὶ ἔνδοξοι Plat.; εὐγενεῖς καὶ ἔνδοξοι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[общеизвестный]], [[общепринятый]], [[укоренившийся в общем мнении]] (ἐκ τῶν ἐνδόξων ποιεῖσθαι τὴν σκέψιν Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[вероятный]], [[правдоподобный]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔνδοξος:''' -ον ([[δόξα]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δοξάζεται ή τιμάται, δοξασμένος, [[ένδοξος]], αυτός που έχει υψηλή [[φήμη]], φημισμένος, [[ξακουστός]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[αξιόλογος]], αξιοσημείωτος, [[εξαιρετικός]], [[περίφημος]], σε Αισχίν.· επίρρ. <i>-ξως</i>, από όπου υπερθ., <i>ἐνδοξότατα</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''ἔνδοξος:''' -ον ([[δόξα]]),·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δοξάζεται ή τιμάται, δοξασμένος, [[ένδοξος]], αυτός που έχει υψηλή [[φήμη]], φημισμένος, [[ξακουστός]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[αξιόλογος]], αξιοσημείωτος, [[εξαιρετικός]], [[περίφημος]], σε Αισχίν.· επίρρ. <i>-ξως</i>, από όπου υπερθ., <i>ἐνδοξότατα</i>, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνδοξος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[славный]], [[знаменитый]], [[известный]] (ποιηταί Xen.; [[ἄνδρες]] Arst.; πράγματα Aeschin.; [[πόλις]] Plut.): ἔ. εἴς τι Xen. и ἐπί τινι Luc. знаменитый чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[знатный]] (νέοι πλούσιοι καὶ ἔνδοξοι Plat.; εὐγενεῖς καὶ ἔνδοξοι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[общеизвестный]], [[общепринятый]], [[укоренившийся в общем мнении]] (ἐκ τῶν ἐνδόξων ποιεῖσθαι τὴν σκέψιν Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[вероятный]], [[правдоподобный]] Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj