Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἕψω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1132.png Seite 1132]] fut. ἑψήσω, [[kochen]]; Ar. Equ. 745; χύτραν Eccl. 845; Plat. Hipp. mai. 290 d; ἡψημέναι χύτραι Arist. probl. 5, 36; von [[ὀπτάω]] unterschieden, Her. 1, 119; Plat. Euthyd. 401 c; Xen. Cyr. 8, 2, 6; Dorion bei Ath. VII, 304 f u. A. – Uebh. am Feuer bereiten, wie χρυσὸς ἑψόμενος, geläutertes, gereinigtes Gold, Pind. N. 4, 82; übertr., [[γῆρας]] ἀνώνυμον ἕψειν, ein ruhmloses Alter hinbrüten, Ol. 1, 83. – Med. für sich kochen, λάχανα ἑψήσονται Plat. Rep. II, 372 c; – ἑψήσασθαι τὴν κόμην, sich das Haar färben, Poll. 2, 35. – Pass. aor. ἑψηθείς, Plut., auch ἑφθείς, Diosc.; vom Wasser, welches kocht, Arist. H. A. 6, 13 u. A. – Adj. verb. [[ἑψητός]], s. oben, u. [[ἑφθός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1132.png Seite 1132]] fut. ἑψήσω, [[kochen]]; Ar. Equ. 745; χύτραν Eccl. 845; Plat. Hipp. mai. 290 d; ἡψημέναι χύτραι Arist. probl. 5, 36; von [[ὀπτάω]] unterschieden, Her. 1, 119; Plat. Euthyd. 401 c; Xen. Cyr. 8, 2, 6; Dorion bei Ath. VII, 304 f u. A. – Uebh. am Feuer bereiten, wie χρυσὸς ἑψόμενος, geläutertes, gereinigtes Gold, Pind. N. 4, 82; übertr., [[γῆρας]] ἀνώνυμον ἕψειν, ein ruhmloses Alter hinbrüten, Ol. 1, 83. – Med. für sich kochen, λάχανα ἑψήσονται Plat. Rep. II, 372 c; – ἑψήσασθαι τὴν κόμην, sich das Haar färben, Poll. 2, 35. – Pass. aor. ἑψηθείς, Plut., auch ἑφθείς, Diosc.; vom Wasser, welches kocht, Arist. H. A. 6, 13 u. A. – Adj. verb. [[ἑψητός]], s. oben, u. [[ἑφθός]].
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἧψον, <i>f.</i> ἑψήσω, <i>ao.</i> [[ἥψησα]], <i>pf. réc.</i> ἔψηκα <i>avec esprit doux !;<br />Pass. f.</i> ἑψηθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἡψήθην]] <i>ou</i> [[ἥφθην]], <i>pf.</i> [[ἥψημαι]];<br />faire cuire, faire bouillir ; <i>Pass.</i> cuire, bouillir.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πέπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕψω''': γ΄ ἑνικ. παρατ. ἧψε Ἡρόδ. 1. 48 (Ἀντίγραφ. ἕψεε, ἴδε κατωτ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 505, Σφ. 239, ἀποσπ. 507, 548: μέλλ. ἑψήσω Νικοχάρης ἐν Ἀδήλ. 1, Μένανδρ. ἐν «Καρχηδονίῳ» 1: ἀόρ. ἥψησα Ἡρόδ. 1. 119 (κοινῶς ἕψησα), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 109, 355, Πλάτ., κλ., πρβλ. συνέψω: πρκμ. ἕψηκα Φίλων 2. 245: - Μέσ., προστ. ἕψου Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321: μέλλ. ἑψήσομαι Πλάτ. Πολ. 372C: - Παθ., μέλλ. ἑψηθήσομαι Γαλην.: ἀόρ. ἡψήθην Ἡρόδ. 4. 61, Πλούτ. κλ. (παρὰ τοῖς Ἑβδ. ἐν Λευϊτ. Ϛ΄ 28 ἀπαντᾷ ὑποτακτικὴ παθητικοῦ ἀορίστ. ἑψεθῆ ἀντὶ ἑψηθῆ): μετοχ. ἑψηθεὶς Διοσκ. 5. 100, ἑψηθέντες ἐν οἴνῳ ὁ αὐτ. ἐν Εὐπορ. 1. 148: παρακειμ. ἡψημένος Ἀριστοτέλ. Προβλ. 5. 36. Διόδωρ. 2. 9, ἑψημένος Ἱππ. 628. 25, πρβλ. [[ἀφέψω]] ΙΙ. - Ὁ ἐνεστὼς [[ἑψέω]], ἐξ οὗ σχηματίζονται οἱ λοιποὶ χρόνοι, ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ τονισμοῦ ὃν φέρουσι τὰ Ἀντίγραφα· ἀλλ’ ἀντὶ τῶν ἑψῶ, ἑψοῦσι, ἑψεῖν, ἕψεε, ἐν ταῖς ἀρίσταις ἐκδόσεσι τίθενται τά: ἕψω, ἕψουσι, ἕψειν, ἧψε, ἴδε Δινδόρφ. de Dial. Hdt. σ. XXXVI· πρὸς δὲ οἱ τύποι ἑψοῦντες, ἑψῶντες παρὰ Διοδ. 1. 80. 81, διωρθώθησαν [[ὡσαύτως]] ὑπὸ τοῦ Δινδ. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε [[πέσσω]]). Βράζω, ἐπὶ κρέατος κτλ. ([[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ., ἴδε ἐν λ. [[ὀπτάω]]), χελώνην καὶ ἄρνα κατακόψας [[ὁμοῦ]] ἕψεε αὐτοὺς ἐν λέβητι χαλκέῳ Ἡρόδοτ. 1. 48, τὰ μὲν ὤπτησε τὰ δὲ ἕψησε τῶν [[κρεῶν]] [[αὐτόθι]] 119, ἑψήσαντες δὲ τὰ κρέα κατευωχέονται [[αὐτόθι]] 216, κ. ἀλλ., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9· τὰ σμικρὰ κρέα κατακόψαντα ἕψειν καὶ ὀπτᾶν Πλάτ. Εὐθύδημ. 301C, κλπ: χύτρας ἔτνους ἕψουσιν αἱ νεώταται Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 845, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 290D· [[παροιμία]] ἐπὶ ἀνωφελοῦς κόπου, λίθον ἕψεις (πρβλ. [[πλίνθος]]) Ἀριστοφ. Σφ. 280, Πλάτ. Ἐρυξ. 405Β· μετὰ γεν. διαιρ., ἥψομεν τοῦ κορκόρου, ἐβράσαμεν [[μέρος]] τοῦ κορχόρου, Ἀριστοφ. Σφ. 239. - Μέσ., ἕψου [[μηδὲ]] λυπηθῇς πυρὶ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321. - Παθητ., βράζομαι, ἐπὶ κρέατος, ἐπεὰν δὲ ἑψηθῇ τὰ κρέα, ὁ θύσας τῶν [[κρεῶν]] καὶ τῶν σπλάγχνων ἀπαρξάμενος ῥίπτει ἐς τὸ [[ἔμπροσθεν]] Ἡρόδοτ. 4. 61, κτλ.· ἐπὶ ὕδατος, ὑφίσταμαι βρασμόν, [[βράζω]], πᾶν [[ὕδωρ]] προθερμανθὲν ψύχεται [[μᾶλλον]], [[ὥσπερ]] τὸ τοῖς βασιλεῦσι παρασκευαζόμενον [[ὅταν]] ἑψηθῇ [[μέχρι]] ζέσεως Ἀριστοτέλ. Ἀποσπάσμ. 208, Πλούταρχ. 2. 690C. 2) ἐπὶ μετάλλων, [[χωνεύω]], [[καθαρίζω]] διὰ τοῦ [[πυρός]], ἑψόμενος χρυσὸς Πινδ. Ν. 4. 133· πρβλ. [[ἄπεφθος]]. 3) Μέσ., ἑψήσασθαι κόμην, βάψαι αὐτήν, «ἑψήσασθαι κόμην τὸ καταχρῶσαι ἔλεγον» Πολυδ. Β΄, 35· πρβλ. Φώτ., Ἡσύχ. 4) μεταφ., [[περιθάλπω]], τί κέ τις ἀνώνυμον [[γῆρας]] ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι [[μάταν]], ἁπάντων καλῶν ἄμμονος Πινδ. Ο. 1. 133, ἴδε Dissen. (83), καὶ πρβλ. [[πέσσω]] ΙΙΙ. 3.
|lstext='''ἕψω''': γ΄ ἑνικ. παρατ. ἧψε Ἡρόδ. 1. 48 (Ἀντίγραφ. ἕψεε, ἴδε κατωτ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 505, Σφ. 239, ἀποσπ. 507, 548: μέλλ. ἑψήσω Νικοχάρης ἐν Ἀδήλ. 1, Μένανδρ. ἐν «Καρχηδονίῳ» 1: ἀόρ. ἥψησα Ἡρόδ. 1. 119 (κοινῶς ἕψησα), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 109, 355, Πλάτ., κλ., πρβλ. συνέψω: πρκμ. ἕψηκα Φίλων 2. 245: - Μέσ., προστ. ἕψου Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321: μέλλ. ἑψήσομαι Πλάτ. Πολ. 372C: - Παθ., μέλλ. ἑψηθήσομαι Γαλην.: ἀόρ. ἡψήθην Ἡρόδ. 4. 61, Πλούτ. κλ. (παρὰ τοῖς Ἑβδ. ἐν Λευϊτ. Ϛ΄ 28 ἀπαντᾷ ὑποτακτικὴ παθητικοῦ ἀορίστ. ἑψεθῆ ἀντὶ ἑψηθῆ): μετοχ. ἑψηθεὶς Διοσκ. 5. 100, ἑψηθέντες ἐν οἴνῳ ὁ αὐτ. ἐν Εὐπορ. 1. 148: παρακειμ. ἡψημένος Ἀριστοτέλ. Προβλ. 5. 36. Διόδωρ. 2. 9, ἑψημένος Ἱππ. 628. 25, πρβλ. [[ἀφέψω]] ΙΙ. - Ὁ ἐνεστὼς [[ἑψέω]], ἐξ οὗ σχηματίζονται οἱ λοιποὶ χρόνοι, ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ τονισμοῦ ὃν φέρουσι τὰ Ἀντίγραφα· ἀλλ’ ἀντὶ τῶν ἑψῶ, ἑψοῦσι, ἑψεῖν, ἕψεε, ἐν ταῖς ἀρίσταις ἐκδόσεσι τίθενται τά: ἕψω, ἕψουσι, ἕψειν, ἧψε, ἴδε Δινδόρφ. de Dial. Hdt. σ. XXXVI· πρὸς δὲ οἱ τύποι ἑψοῦντες, ἑψῶντες παρὰ Διοδ. 1. 80. 81, διωρθώθησαν [[ὡσαύτως]] ὑπὸ τοῦ Δινδ. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε [[πέσσω]]). Βράζω, ἐπὶ κρέατος κτλ. ([[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ., ἴδε ἐν λ. [[ὀπτάω]]), χελώνην καὶ ἄρνα κατακόψας [[ὁμοῦ]] ἕψεε αὐτοὺς ἐν λέβητι χαλκέῳ Ἡρόδοτ. 1. 48, τὰ μὲν ὤπτησε τὰ δὲ ἕψησε τῶν [[κρεῶν]] [[αὐτόθι]] 119, ἑψήσαντες δὲ τὰ κρέα κατευωχέονται [[αὐτόθι]] 216, κ. ἀλλ., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9· τὰ σμικρὰ κρέα κατακόψαντα ἕψειν καὶ ὀπτᾶν Πλάτ. Εὐθύδημ. 301C, κλπ: χύτρας ἔτνους ἕψουσιν αἱ νεώταται Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 845, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 290D· [[παροιμία]] ἐπὶ ἀνωφελοῦς κόπου, λίθον ἕψεις (πρβλ. [[πλίνθος]]) Ἀριστοφ. Σφ. 280, Πλάτ. Ἐρυξ. 405Β· μετὰ γεν. διαιρ., ἥψομεν τοῦ κορκόρου, ἐβράσαμεν [[μέρος]] τοῦ κορχόρου, Ἀριστοφ. Σφ. 239. - Μέσ., ἕψου [[μηδὲ]] λυπηθῇς πυρὶ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321. - Παθητ., βράζομαι, ἐπὶ κρέατος, ἐπεὰν δὲ ἑψηθῇ τὰ κρέα, ὁ θύσας τῶν [[κρεῶν]] καὶ τῶν σπλάγχνων ἀπαρξάμενος ῥίπτει ἐς τὸ [[ἔμπροσθεν]] Ἡρόδοτ. 4. 61, κτλ.· ἐπὶ ὕδατος, ὑφίσταμαι βρασμόν, [[βράζω]], πᾶν [[ὕδωρ]] προθερμανθὲν ψύχεται [[μᾶλλον]], [[ὥσπερ]] τὸ τοῖς βασιλεῦσι παρασκευαζόμενον [[ὅταν]] ἑψηθῇ [[μέχρι]] ζέσεως Ἀριστοτέλ. Ἀποσπάσμ. 208, Πλούταρχ. 2. 690C. 2) ἐπὶ μετάλλων, [[χωνεύω]], [[καθαρίζω]] διὰ τοῦ [[πυρός]], ἑψόμενος χρυσὸς Πινδ. Ν. 4. 133· πρβλ. [[ἄπεφθος]]. 3) Μέσ., ἑψήσασθαι κόμην, βάψαι αὐτήν, «ἑψήσασθαι κόμην τὸ καταχρῶσαι ἔλεγον» Πολυδ. Β΄, 35· πρβλ. Φώτ., Ἡσύχ. 4) μεταφ., [[περιθάλπω]], τί κέ τις ἀνώνυμον [[γῆρας]] ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι [[μάταν]], ἁπάντων καλῶν ἄμμονος Πινδ. Ο. 1. 133, ἴδε Dissen. (83), καὶ πρβλ. [[πέσσω]] ΙΙΙ. 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἧψον, <i>f.</i> ἑψήσω, <i>ao.</i> [[ἥψησα]], <i>pf. réc.</i> ἔψηκα <i>avec esprit doux !;<br />Pass. f.</i> ἑψηθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἡψήθην]] <i>ou</i> [[ἥφθην]], <i>pf.</i> [[ἥψημαι]];<br />faire cuire, faire bouillir ; <i>Pass.</i> cuire, bouillir.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πέπτω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater