Anonymous

ἔντιμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0856.png Seite 856]] in Ehren, geehrt, geschätzt; von Menschen, τοῖς ἔνερθεν [[ἔντιμος]] νεκροῖς Soph. Ant. 25; El. 232; θεὸς ἀνθρώποις σπονδαῖς ἔσται [[ἔντιμος]], der von den Menschen durch Spenden geehrt wird, Eur. Or. extr.; γενόμενος παρ' αὐτοῖς [[ἔντιμος]] Plat. Tim. 21 b. Ggstz [[ἄτιμος]], Euthyd. 281 c; vgl. Lycurg. 41; οἱ ἔντιμοι, die Angesehenen, bes. von den Vornehmen bei den Persern, Xen. Cyr. oft. – Von Sachen, τὰ τῶν θεῶν ἔντιμα, das was bei den Göttern geehrt ist, die göttlichen Rechte, Soph. Ant. 77; χρήματα ἔντιμα τῇ τε πόλει καὶ παρὰ τῷ τοιούτῳ Plat. Rep. VIII, 554 b; [[κλέος]] καὶ [[λόγος]] [[ἔντιμος]], ehrenvoll, Legg. IX, 855 a; [[ἔντιμος]] [[χώρα]] Epin. 985 e; [[ταφή]] D. Hal. 2, 52; [[νόμισμα]], die Werth hat, gültig ist, Plat. Legg. V, 742 a. – Adv. [[ἐντίμως]], z. B. βεβιωκότες, die ehrenwerth gelebt haben, Plat. Legg. VI, 762 e; ἔχειν, ἄγειν τινά, ehren, hochschätzen, Rep. VII, 528 b; Xen. An. 2, 1, 7 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0856.png Seite 856]] in Ehren, geehrt, geschätzt; von Menschen, τοῖς ἔνερθεν [[ἔντιμος]] νεκροῖς Soph. Ant. 25; El. 232; θεὸς ἀνθρώποις σπονδαῖς ἔσται [[ἔντιμος]], der von den Menschen durch Spenden geehrt wird, Eur. Or. extr.; γενόμενος παρ' αὐτοῖς [[ἔντιμος]] Plat. Tim. 21 b. Ggstz [[ἄτιμος]], Euthyd. 281 c; vgl. Lycurg. 41; οἱ ἔντιμοι, die Angesehenen, bes. von den Vornehmen bei den Persern, Xen. Cyr. oft. – Von Sachen, τὰ τῶν θεῶν ἔντιμα, das was bei den Göttern geehrt ist, die göttlichen Rechte, Soph. Ant. 77; χρήματα ἔντιμα τῇ τε πόλει καὶ παρὰ τῷ τοιούτῳ Plat. Rep. VIII, 554 b; [[κλέος]] καὶ [[λόγος]] [[ἔντιμος]], ehrenvoll, Legg. IX, 855 a; [[ἔντιμος]] [[χώρα]] Epin. 985 e; [[ταφή]] D. Hal. 2, 52; [[νόμισμα]], die Werth hat, gültig ist, Plat. Legg. V, 742 a. – Adv. [[ἐντίμως]], z. B. βεβιωκότες, die ehrenwerth gelebt haben, Plat. Legg. VI, 762 e; ἔχειν, ἄγειν τινά, ehren, hochschätzen, Rep. VII, 528 b; Xen. An. 2, 1, 7 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />estimé, considéré, honoré : τινι par qqn ; [[οἱ]] ἔντιμοι les gens honorables ; les gens de haut rang, les personnages de distinction (chez les Perses) ; τὰ [[τῶν]] [[θεῶν]] ἔντιμα SOPH le respect dû aux dieux;<br /><i>Cp.</i> ἐντιμότερος, <i>Sp.</i> ἐντιμότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τιμή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔντῑμος''': -ον, ([[τιμή]]): 1) ὁ τιμώμενος, ἐπαινούμενος ἐπί τινι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔκτιμος]], μήτ’ [[εἴην]] [[ἔντιμος]] τούτοις Σοφ. Ἠλ. 239· ὁ ἐν τιμῇ ὤν, Ἀντ. 25, κτλ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄτιμος, πότερον δ’ [[ἔντιμος]] ἢ ἄτιμος Πλάτ. Εὐθύδ. 281C· [[παρά]] τινι ὁ αὐτ. Πολ. 554Β· ἔντ. ποιεῖν τι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 12: ― μετὰ δοτ. πράγμ., τιμώμενος ἔν τινι, σπουδαῖς [[ἔντιμος]] ἀεὶ Εὐρ. Ὀρ. 1688: ― οἱ ἔντιμοι, οἱ ἐν τιμῇ ὄντες, οἱ ἔχοντες [[ἀξίωμα]], Λατ. honorati, Πλάτ. Πολ. 564D· ἰδίως ἐπὶ ἀνδρῶν ὑψηλὴν κατεχόντων θέσιν ἐν Περσίᾳ, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 8, κτλ.· [[ὡσαύτως]], οἱ ἐπίτιμοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ἄτιμοι ἢ ἄδοξοι, Δημ. 36. 21, πρβλ. 1380. 25. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τῶν θεῶν ἔντιμα, τὰ ἔντιμα παρὰ τοῖς θεοῖς, οἱ τῶν θεῶν νόμοι οἱ παρ’ αὐτοῖς τε καὶ τοῖς ἀνθρώποις ἔντιμοι, Σοφ. Ἀντιγ. 77· ἔντιμον [[αὐτοῦ]] (τοῦ Ὁμήρου) ποιῆσαι τὴν τέχνην, ἔχειν αὐτὴν τὴν τιμῇ, θεωρεῖν αὐτὴν ἔντιμον, Ἰσοκρ. 74Α. 3) Ἐπίρρ. [[ἐντίμως]], ἄγειν τινὰ Πλάτ. Πολ. 528C· [[οὕτως]], ἐντ. ἔχειν τι [[αὐτόθι]] 528Β· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐντ. ἔχειν, [[εἶναι]] ἐν τιμῇ, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 7. ΙΙ. ἐνδεικτικὸς [[τιμῆς]], [[ἐπαινετικός]], [[λόγος]] [[ἔντιμος]] λεγόμενος Πλάτ. Νόμ. 855Α. ΙΙΙ. ἔχων ἀξίαν, [[νόμισμα]] [[αὐτόθι]] 742Α.
|lstext='''ἔντῑμος''': -ον, ([[τιμή]]): 1) ὁ τιμώμενος, ἐπαινούμενος ἐπί τινι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔκτιμος]], μήτ’ [[εἴην]] [[ἔντιμος]] τούτοις Σοφ. Ἠλ. 239· ὁ ἐν τιμῇ ὤν, Ἀντ. 25, κτλ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄτιμος, πότερον δ’ [[ἔντιμος]] ἢ ἄτιμος Πλάτ. Εὐθύδ. 281C· [[παρά]] τινι ὁ αὐτ. Πολ. 554Β· ἔντ. ποιεῖν τι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 12: ― μετὰ δοτ. πράγμ., τιμώμενος ἔν τινι, σπουδαῖς [[ἔντιμος]] ἀεὶ Εὐρ. Ὀρ. 1688: ― οἱ ἔντιμοι, οἱ ἐν τιμῇ ὄντες, οἱ ἔχοντες [[ἀξίωμα]], Λατ. honorati, Πλάτ. Πολ. 564D· ἰδίως ἐπὶ ἀνδρῶν ὑψηλὴν κατεχόντων θέσιν ἐν Περσίᾳ, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 8, κτλ.· [[ὡσαύτως]], οἱ ἐπίτιμοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ἄτιμοι ἢ ἄδοξοι, Δημ. 36. 21, πρβλ. 1380. 25. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τῶν θεῶν ἔντιμα, τὰ ἔντιμα παρὰ τοῖς θεοῖς, οἱ τῶν θεῶν νόμοι οἱ παρ’ αὐτοῖς τε καὶ τοῖς ἀνθρώποις ἔντιμοι, Σοφ. Ἀντιγ. 77· ἔντιμον [[αὐτοῦ]] (τοῦ Ὁμήρου) ποιῆσαι τὴν τέχνην, ἔχειν αὐτὴν τὴν τιμῇ, θεωρεῖν αὐτὴν ἔντιμον, Ἰσοκρ. 74Α. 3) Ἐπίρρ. [[ἐντίμως]], ἄγειν τινὰ Πλάτ. Πολ. 528C· [[οὕτως]], ἐντ. ἔχειν τι [[αὐτόθι]] 528Β· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἐντ. ἔχειν, [[εἶναι]] ἐν τιμῇ, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 7. ΙΙ. ἐνδεικτικὸς [[τιμῆς]], [[ἐπαινετικός]], [[λόγος]] [[ἔντιμος]] λεγόμενος Πλάτ. Νόμ. 855Α. ΙΙΙ. ἔχων ἀξίαν, [[νόμισμα]] [[αὐτόθι]] 742Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />estimé, considéré, honoré : τινι par qqn ; [[οἱ]] ἔντιμοι les gens honorables ; les gens de haut rang, les personnages de distinction (chez les Perses) ; τὰ [[τῶν]] [[θεῶν]] ἔντιμα SOPH le respect dû aux dieux;<br /><i>Cp.</i> ἐντιμότερος, <i>Sp.</i> ἐντιμότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τιμή]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR