Anonymous

ἠρεμέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1175.png Seite 1175]] (s. [[ἠρέμα]]), still, ruhig sein; Xen. Equ. 7, 8 vom Pferde; ἀρεμέωσα καὶ κινωμένα Tim. Locr. 95 d; ἐὰν ὁ διώκων μὴ ἠρεμῇ Plat. Legg. XII, 956 d; feststehen, bleiben, ἐν τοσούτοις λόγοις τῶν ἄλλων ἐλεγχομένων [[μόνος]] [[οὗτος]] ἠρεμεῖ ὁ [[λόγος]] Gorg. 527 b; ἐν τοῖς νόμοις ἠρεμοῦντας διαμένειν Xen. Ag. 7, 3; Sp.; [[ἠρεμητέον]], man muß sich ruhig verhalten, Philo.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1175.png Seite 1175]] (s. [[ἠρέμα]]), still, ruhig sein; Xen. Equ. 7, 8 vom Pferde; ἀρεμέωσα καὶ κινωμένα Tim. Locr. 95 d; ἐὰν ὁ διώκων μὴ ἠρεμῇ Plat. Legg. XII, 956 d; feststehen, bleiben, ἐν τοσούτοις λόγοις τῶν ἄλλων ἐλεγχομένων [[μόνος]] [[οὗτος]] ἠρεμεῖ ὁ [[λόγος]] Gorg. 527 b; ἐν τοῖς νόμοις ἠρεμοῦντας διαμένειν Xen. Ag. 7, 3; Sp.; [[ἠρεμητέον]], man muß sich ruhig verhalten, Philo.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être calme, tranquille.<br />'''Étymologie:''' ἠρεμής.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠρεμέω''': Δωρ. ἀρεμέω, Τίμ. Λοκρ. 95D· - εἶμαι [[ἥσυχος]], [[ἡσυχάζω]], ἀναπαύομαι, ἀντίθ. κινέομαι, Ἱππ. Ἀγμ. 755, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 6. 8, 8., 8. 1, 3, κ. ἀλλ.· ἐν τοῖς νόμοις ἠρεμοῦντες διαμένειν Ξεν. Ἀγησ. 7, 3, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 891Α, 956D· ἠρ. τῇ διανοίᾳ Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 21, 22· - ἠρεμητέον, ῥημ. ἐπίθ., Φίλων 1. 89. 2) εἶμαι [[ἀκίνητος]], [[διαμένω]] [[ἀκίνητος]], [[ἀσάλευτος]], [[ἀμετάβλητος]], [[μόνος]] [[οὗτος]] ἠρ. ὁ [[λόγος]] Πλάτ. Γοργ. 527Β· τὸ ἠρεμεῖν ὁ αὐτ. Φαίδ. 96Β.
|lstext='''ἠρεμέω''': Δωρ. ἀρεμέω, Τίμ. Λοκρ. 95D· - εἶμαι [[ἥσυχος]], [[ἡσυχάζω]], ἀναπαύομαι, ἀντίθ. κινέομαι, Ἱππ. Ἀγμ. 755, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 6. 8, 8., 8. 1, 3, κ. ἀλλ.· ἐν τοῖς νόμοις ἠρεμοῦντες διαμένειν Ξεν. Ἀγησ. 7, 3, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 891Α, 956D· ἠρ. τῇ διανοίᾳ Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 21, 22· - ἠρεμητέον, ῥημ. ἐπίθ., Φίλων 1. 89. 2) εἶμαι [[ἀκίνητος]], [[διαμένω]] [[ἀκίνητος]], [[ἀσάλευτος]], [[ἀμετάβλητος]], [[μόνος]] [[οὗτος]] ἠρ. ὁ [[λόγος]] Πλάτ. Γοργ. 527Β· τὸ ἠρεμεῖν ὁ αὐτ. Φαίδ. 96Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être calme, tranquille.<br />'''Étymologie:''' ἠρεμής.
}}
}}
{{lsm
{{lsm