Anonymous

ἡνιοχέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1172.png Seite 1172]] später übliche Form für das Vorige; οὐκ ἀλλοτρίων, ἀλλ' οἰκείων μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας Ar. Vesp. 1022; ἡνιοχεῦσι τὰ ἅρματα ἐς τὸν πόλεμον Her. 4, 193; c. gen., ἡμῶν ὁ [[ἄρχων]] ξυνωρίδος ἡνιοχεῖ Plat. Phaedr. 246 b; pass., [[ἵππος]] [[ἄπληκτος]] κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται 253 d; öfter bei Sp.; übertr., lenken, regieren, Μουσῶν στόματα Ar. Vesp. 1022, αὐτούς Luc. D. D. 12, 2; Anth., μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Ep. ad. 646 (VII, 482).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1172.png Seite 1172]] später übliche Form für das Vorige; οὐκ ἀλλοτρίων, ἀλλ' οἰκείων μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας Ar. Vesp. 1022; ἡνιοχεῦσι τὰ ἅρματα ἐς τὸν πόλεμον Her. 4, 193; c. gen., ἡμῶν ὁ [[ἄρχων]] ξυνωρίδος ἡνιοχεῖ Plat. Phaedr. 246 b; pass., [[ἵππος]] [[ἄπληκτος]] κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται 253 d; öfter bei Sp.; übertr., lenken, regieren, Μουσῶν στόματα Ar. Vesp. 1022, αὐτούς Luc. D. D. 12, 2; Anth., μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Ep. ad. 646 (VII, 482).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> tenir les rênes, conduire un char;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> conduire <i>ou</i> diriger au moyen de rênes : ἅρματα HDT des chars ; <i>avec le gén.</i> συνωρίδος PLAT un attelage ; <i>fig.</i> τὴν διάνοιαν LUC diriger la pensée (de qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ἡνίοχος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡνιοχέω''': πεζὸς [[τύπος]] τοῦ [[ἡνιοχεύω]], κρατῶ τὰς ἡνίας, ἀνωτέρω, … κατωτέρω ταῖς χερσίν, ὑψηλότερα, χαμηλότερα, Ξεν. Ἱππ. 7, 10· μετ’ αἰτ., [[ἐλαύνω]], ὁδηγῶ, ἅρματα Ἡρόδ. 4. 193· λέοντας Λουκ. Θεῶν Διαλ. 12. 2· μεταφ., Μουσῶν στόμαθ’ ἡνιοχήσας Ἀριστοφ. Σφηξ. 1022· τὴν διάνοιαν Λουκ. Ἔρωσ. 37· ἔθνεα … φρεσὶν ἡν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 922· σπανίως μετὰ γεν., ἡμῶν Πλάτ. Φαίδρ. 246Β· παθ., διευθύνομαι, ὁδηγοῦμαι, [[αὐτόθι]] 253D, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 29, Ἀνθ. Π. 7. 482.
|lstext='''ἡνιοχέω''': πεζὸς [[τύπος]] τοῦ [[ἡνιοχεύω]], κρατῶ τὰς ἡνίας, ἀνωτέρω, … κατωτέρω ταῖς χερσίν, ὑψηλότερα, χαμηλότερα, Ξεν. Ἱππ. 7, 10· μετ’ αἰτ., [[ἐλαύνω]], ὁδηγῶ, ἅρματα Ἡρόδ. 4. 193· λέοντας Λουκ. Θεῶν Διαλ. 12. 2· μεταφ., Μουσῶν στόμαθ’ ἡνιοχήσας Ἀριστοφ. Σφηξ. 1022· τὴν διάνοιαν Λουκ. Ἔρωσ. 37· ἔθνεα … φρεσὶν ἡν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 922· σπανίως μετὰ γεν., ἡμῶν Πλάτ. Φαίδρ. 246Β· παθ., διευθύνομαι, ὁδηγοῦμαι, [[αὐτόθι]] 253D, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 29, Ἀνθ. Π. 7. 482.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> tenir les rênes, conduire un char;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> conduire <i>ou</i> diriger au moyen de rênes : ἅρματα HDT des chars ; <i>avec le gén.</i> συνωρίδος PLAT un attelage ; <i>fig.</i> τὴν διάνοιαν LUC diriger la pensée (de qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ἡνίοχος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm