3,276,901
edits
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1171.png Seite 1171]] (vgl. μύω, [[ἀμύω]]), sinken, sich neigen; ἤμυσε [[κάρη]], das Haupt senkte sich, vom Sterbenden, Il. 8, 308; ἤμυσε καρήατι, das Pferd nickte mit dem Kopfe, ließ den Kopf sinken, 19, 405; übertr. vom Saatfelde, ἐπὶ δ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν, es nickt mit den Aehren, 2, 148, wo Andere [[ἐπημύω]] transit. faßten, vom Sturme; von Städten, zusammenstürzen, hinsinken, Il. 2, 373. 4, 290; vgl. Soph. frg. 742 χρόνῳ δ' ἀργῆσαν ἤμυσε [[στέγος]]; häufiger bei sp. D., ἤμυσαν καρήασι Ap. Rh. 2, 582; [[πέτρα]] Opp. H. 2, 307; übh. untergehen, [[οὔνομα]] δ' οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου Leon. Tar. 100 (VII, 715); λειπόμενοι δ' ἤμυσαν ἐν πελάγει Philip. 66 (IX, 262), in welcher Stelle υ im aor. kurz ist, wie umgekehrt Nic. Al. 453 im praes. ἠμύουσι das sonst kurze υ lang braucht. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1171.png Seite 1171]] (vgl. μύω, [[ἀμύω]]), sinken, sich neigen; ἤμυσε [[κάρη]], das Haupt senkte sich, vom Sterbenden, Il. 8, 308; ἤμυσε καρήατι, das Pferd nickte mit dem Kopfe, ließ den Kopf sinken, 19, 405; übertr. vom Saatfelde, ἐπὶ δ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν, es nickt mit den Aehren, 2, 148, wo Andere [[ἐπημύω]] transit. faßten, vom Sturme; von Städten, zusammenstürzen, hinsinken, Il. 2, 373. 4, 290; vgl. Soph. frg. 742 χρόνῳ δ' ἀργῆσαν ἤμυσε [[στέγος]]; häufiger bei sp. D., ἤμυσαν καρήασι Ap. Rh. 2, 582; [[πέτρα]] Opp. H. 2, 307; übh. untergehen, [[οὔνομα]] δ' οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου Leon. Tar. 100 (VII, 715); λειπόμενοι δ' ἤμυσαν ἐν πελάγει Philip. 66 (IX, 262), in welcher Stelle υ im aor. kurz ist, wie umgekehrt Nic. Al. 453 im praes. ἠμύουσι das sonst kurze υ lang braucht. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἠμύσω, <i>ao.</i> ἤμυσα, <i>pf.</i> ἤμυκα;<br />se pencher, se baisser : ἤμυσε [[κάρη]] IL sa tête se pencha ; ἠμύειν [[καρήατι]] IL pencher la tête ; ἀσταχύεσσιν IL incliner ses épis <i>en parl. d’un champ ; fig.</i> pencher vers sa ruine.<br />'''Étymologie:''' DELG t. expressif, sans étym. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠμύω''': ἀόρ. ἤμυσα, πρκμ., ἴδε [[ὑπεμνήμυκε]], πρβλ. ἐπ-, κατημύω: -Ἐπ. [[ῥῆμα]] (ἀβεβαίου ἀρχῆς), [[κλίνω]], «γέρνω», [[πίπτω]], Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ἰλ., ἑτέρωσ’ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν, ἐπὶ τοῦ θανασίμως τρωθέντος, Θ. 308· ἤμυσε καρήατι, ἔκλινε τὴν κεφαλὴν του, ἐπὶ ἵππου, Τ. 405 [[οὕτως]] ἐπὶ ληΐου (σπαρτῶν), ἐπὶ δ’ ἠμύει ἀσταχύεσσι, προσκλίνει, γέρνει μὲ τοὺς [[στάχυς]] (ἴδε [[ἐπημύω]]), Β. 148· ἐπὶ [[πόλεων]], κλινω πρὸς πτῶσιν, [[καταπίπτω]], τῷ κε τάχ’ ἠμύσειε [[πόλις]] Πριάμοιο ἄνακτος Β. 373, Δ. 290· σπάνιον παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, χρόνῳ δ’... ἤμυσε [[στέγος]] Σοφ. Ἀποσπ. 742· - παρὰ μεταγεν., [[ἁπλῶς]] [[πίπτω]], καταστρέφομαι, [[οὔνομα]] δ’ οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου Ἀνθ. Π. 7. 715. Παρ’ Ὁμ. ῠ ἐν τῷ ἐνεστ., ῡ ἐν τῷ ἀορ. α΄· ἀλλὰ ῡ ἐν τῷ ἐνεστ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1400, Ὀππ. Ἁλ. 1. 228, Νικ. Ἀλ. 453· ῠ ἐν τῷ ἀορ., Ἀνθ. Π. 7. 715., 8.96., 9. 262. | |lstext='''ἠμύω''': ἀόρ. ἤμυσα, πρκμ., ἴδε [[ὑπεμνήμυκε]], πρβλ. ἐπ-, κατημύω: -Ἐπ. [[ῥῆμα]] (ἀβεβαίου ἀρχῆς), [[κλίνω]], «γέρνω», [[πίπτω]], Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ἰλ., ἑτέρωσ’ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν, ἐπὶ τοῦ θανασίμως τρωθέντος, Θ. 308· ἤμυσε καρήατι, ἔκλινε τὴν κεφαλὴν του, ἐπὶ ἵππου, Τ. 405 [[οὕτως]] ἐπὶ ληΐου (σπαρτῶν), ἐπὶ δ’ ἠμύει ἀσταχύεσσι, προσκλίνει, γέρνει μὲ τοὺς [[στάχυς]] (ἴδε [[ἐπημύω]]), Β. 148· ἐπὶ [[πόλεων]], κλινω πρὸς πτῶσιν, [[καταπίπτω]], τῷ κε τάχ’ ἠμύσειε [[πόλις]] Πριάμοιο ἄνακτος Β. 373, Δ. 290· σπάνιον παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, χρόνῳ δ’... ἤμυσε [[στέγος]] Σοφ. Ἀποσπ. 742· - παρὰ μεταγεν., [[ἁπλῶς]] [[πίπτω]], καταστρέφομαι, [[οὔνομα]] δ’ οὐκ ἤμυσε Λεωνίδου Ἀνθ. Π. 7. 715. Παρ’ Ὁμ. ῠ ἐν τῷ ἐνεστ., ῡ ἐν τῷ ἀορ. α΄· ἀλλὰ ῡ ἐν τῷ ἐνεστ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1400, Ὀππ. Ἁλ. 1. 228, Νικ. Ἀλ. 453· ῠ ἐν τῷ ἀορ., Ἀνθ. Π. 7. 715., 8.96., 9. 262. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |