3,277,119
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4 $5") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1150.png Seite 1150]] ἡ (von [[ἡγεμών]] abgeleitet; als [[varia lectio|v.l.]] findet sich öfter [[ἡγεμονεία]], von [[ἡγεμονεύω]], aber nirgends sicher), das Anführen, die Oberherrschaft, der [[Oberbefehl]]; [[ὑμεῖς]] οὕτω περιέχεσθε τῆς ἡγεμονίης Her. 7, 160, öfter, bes. auch von der Königsherrschaft, 1, 7. 7, 2; τοῦ πολέμου 6, 2; ἡγεμονίας οὔσης [[αὐτοῦ]] Thuc. 4, 91; πολλὰ ἐν ἡγεμονίᾳ ὑμᾶς εὖ ἐποίησα 7, 15; εἰ [[στράτευμα]] ὀρθῆς ἡγεμονίας τυγχάνοι Plat. Legg. I, 641 a; τῇ τῶν δυναστευόντων ἡγεμονίᾳ IV, 711 c; τὰς ἡγεμονίας τῶν στρατοπέδων Euthyd. 273 c; τούτου γὰρ ἡ [[ἡγεμονία]] ἦν τῶν ὀπισθοφυλάκων, er hatte den Oberbefehl über die Nachhut, Xen. An. 4, 7, 8; Folgde; ὅσοι λαμβάνουσιν ἡγεμονίας δικαστηρίων, welche die Verwaltung, Leitung eines Gerichtshofes haben, Aesch. 3, 14, der hinzusetzt οἱ δὲ τῶν ἔργων ἐπιστάται ἡγεμονίᾳ χρῶνται δικαστηρίου; vgl. Harpocr.; – οἱ τὴν ἡγεμονίαν ἔχοντες χιλίαρχοι Plut. Camill. 1. – Bes. wird dadurch der politische Vorrang eines griechischen Staates vor den übrigen bezeichnet, der bes. darin besteht, daß er im Kriege voranzieht u. die Kriegsangelegenheiten leitet, ein Begriff, der mit den Perserkriegen sich ausbildete, Thuc. u. Oratt.; ἀμφισβητήσαντες ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίας Pol. 1, 2, 3. – Plut. braucht es neben [[ἀρχή]] für imperium u. nennt z. B. das Consulat τὴν μεγίστην ἡγεμονίαν καὶ [[ἀρχήν]], Mar. 36. – Übertr., τῆς τέχνης [[ἡγεμονία]] [[τίς]] ἐστιν αὐτῆς – τὸ τῶν ἐδομένων τὰ στόματα προειδέναι, das ist die Hauptsache ihrer Kunst, Diphil. Ath. VI, 132 d. – Plut. Camill. 23 braucht es auch für eine Abtheilung des Heeres. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1150.png Seite 1150]] ἡ (von [[ἡγεμών]] abgeleitet; als [[varia lectio|v.l.]] findet sich öfter [[ἡγεμονεία]], von [[ἡγεμονεύω]], aber nirgends sicher), das Anführen, die Oberherrschaft, der [[Oberbefehl]]; [[ὑμεῖς]] οὕτω περιέχεσθε τῆς ἡγεμονίης Her. 7, 160, öfter, bes. auch von der Königsherrschaft, 1, 7. 7, 2; τοῦ πολέμου 6, 2; ἡγεμονίας οὔσης [[αὐτοῦ]] Thuc. 4, 91; πολλὰ ἐν ἡγεμονίᾳ ὑμᾶς εὖ ἐποίησα 7, 15; εἰ [[στράτευμα]] ὀρθῆς ἡγεμονίας τυγχάνοι Plat. Legg. I, 641 a; τῇ τῶν δυναστευόντων ἡγεμονίᾳ IV, 711 c; τὰς ἡγεμονίας τῶν στρατοπέδων Euthyd. 273 c; τούτου γὰρ ἡ [[ἡγεμονία]] ἦν τῶν ὀπισθοφυλάκων, er hatte den Oberbefehl über die Nachhut, Xen. An. 4, 7, 8; Folgde; ὅσοι λαμβάνουσιν ἡγεμονίας δικαστηρίων, welche die Verwaltung, Leitung eines Gerichtshofes haben, Aesch. 3, 14, der hinzusetzt οἱ δὲ τῶν ἔργων ἐπιστάται ἡγεμονίᾳ χρῶνται δικαστηρίου; vgl. Harpocr.; – οἱ τὴν ἡγεμονίαν ἔχοντες χιλίαρχοι Plut. Camill. 1. – Bes. wird dadurch der politische Vorrang eines griechischen Staates vor den übrigen bezeichnet, der bes. darin besteht, daß er im Kriege voranzieht u. die Kriegsangelegenheiten leitet, ein Begriff, der mit den Perserkriegen sich ausbildete, Thuc. u. Oratt.; ἀμφισβητήσαντες ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίας Pol. 1, 2, 3. – Plut. braucht es neben [[ἀρχή]] für imperium u. nennt z. B. das Consulat τὴν μεγίστην ἡγεμονίαν καὶ [[ἀρχήν]], Mar. 36. – Übertr., τῆς τέχνης [[ἡγεμονία]] [[τίς]] ἐστιν αὐτῆς – τὸ τῶν ἐδομένων τὰ στόματα προειδέναι, das ist die Hauptsache ihrer Kunst, Diphil. Ath. VI, 132 d. – Plut. Camill. 23 braucht es auch für eine Abtheilung des Heeres. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de marcher en tête, de guider, de conduire, <i>fig.</i> direction;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i><br /><b>1</b> direction, autorité, prééminence;<br /><b>2</b> <i>particul. dans la constitution des États grecs</i> ἡ [[ἡγεμονία]] τῆς Ἑλλάδος XÉN prééminence <i>ou</i> souveraineté d’un État grec sur toute la Grèce, sur les Grecs, hégémonie;<br /><b>3</b> <i>à Rome</i> commandement d’un chef de corps ; corps de troupes, division militaire ; magistrature <i>en gén.</i> : ἡ μεγίστη [[ἡγεμονία]] καὶ [[ἀρχή]] PLUT la magistrature suprême, le consulat.<br />'''Étymologie:''' [[ἡγεμών]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡγεμονία''': ἡ, τὸ προπορεύεσθαι, ὁδηγεῖν, Ἡρόδ. 2. 93· τῇ τῶν δυναστευόντων ἡγ., διὰ τοῦ παραδείγματος, Πλάτ. Νόμ. 711C. ΙΙ. ἡ πρώτη, ἀνωτάτη [[ἀρχή]], Ἡρόδ. 1. 7., 3. 65, κτλ.· ἐπὶ στρατηγοῦ ἢ ὑπαλλήλου, Θουκ. 4. 91· ἐν ἡγεμονίαις ὁ αὐτ. 7. 15· ἡ ἡγ. τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 6. 2· ἡ κατὰ πόλεμον ἡγ., τῶν πολεμικῶν ἡ ἡγ. Ἀριστ. Πολ. 3, 14, 12 καὶ 13· τῶν στρατοπέδων Πλάτ. Εὐθυδ. 273C· τῶν ὀπισθοφυλάκων Ξεν. Ἀν. 4. 7, 8· ἡγ. δικαστηρίων, [[ἐξουσία]] ἐπ’ αὐτῶν, διεύθυνσις, Αἰσχίν. 56. 1. 2) ἐν τῷ πολιτικῷ ὀργανισμῷ τῶν Ἑλληνικῶν πολιτειῶν, ἡ [[ἡγεμονία]] ἢ ἡ ἀνωτάτη ἀρχὴ μιᾶς τινος αὐτῶν ἐπὶ πολλῶν ἄλλων ὑποδεεστέρων, [[οἷον]] ἡ τῶν Ἀθηνῶν ἐν τῇ Ἀττικῇ, τῶν Θηβῶν ἐν Βοιωτίᾳ, κτλ. Ἡ [[ἡγεμονία]] τῶν Ἑλληνικῶν στρατευμάτων καὶ στόλων κατὰ τὸν Περσικὸν πόλεμον εἶχε παραχωρηθῆ εἰς τοὺς Σπαρτιάτας· μετὰ [[ταῦτα]] ἡ στρατιωτικὴ αὕτη [[ἡγεμονία]] ἔλαβε τύπον κυριαρχίας, ἣν κατώρθωσαν νὰ ἀποσπάσωσιν ἀπὸ τῶν Σπαρτιατῶν οἱ Ἀθηναῖοι· ἐπὶ τέλους τοῦ Πελοπονν. πολέμου σκοπὸς ἦτο νὰ ὁρισθῇ εἰς τίνα πόλιν ἐκ τῶν δύο ἀνῆκεν ἡ [[ἡγεμονία]], [[ἤτοι]] ἡ [[κυριαρχία]] τῆς λοιπῆς Ἑλλάδος· ἡ ἡγ. τῆς Ἑλλάδος Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 33, Ἀριστ. Πολ. 4. 11, 18· ἡ περὶ Σαλαμῖνα [[νίκη]] καὶ διὰ ταύτης ἡ ἡγ. [[αὐτόθι]] 5. 4, 8. β) ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ imperium, Πλούτ. Μαρ. 36, κτλ.· Αἴγυπτον δήμου Ρωμαίων ἡγεμονίᾳ προσέθηκα Ἐπιγρ. Ἀγκύρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. IV. 1· ἡ βασιλεία τοῦ αὐτοκράτορος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. γ΄, 1. ΙΙΙ. [[διαίρεσις]] τοῦ στρατοῦ ὑπ’ ἀξιωματικόν, Πλούτ. Καμίλλ. 23. IV. τὸ πρῶτον καὶ κύριον (πράγματός τινος), ἡγ. τῆς τέχνης τὸ τῶν ἐδομένων τὰ στόματα προειδέναι Δίφιλ. Ἀπολ. 1. 5. V. [[ἡγεμονία]], [[ἀρχή]], Ἑβδ. (Γεν. λς΄, 30)· ἡ Ἰλλυρίδος ἡγ. Ἡρῳδιαν. 6. 7. - Πρβλ. Κόντον Γλωσσ. Παρατ. 122 κἑξ. | |lstext='''ἡγεμονία''': ἡ, τὸ προπορεύεσθαι, ὁδηγεῖν, Ἡρόδ. 2. 93· τῇ τῶν δυναστευόντων ἡγ., διὰ τοῦ παραδείγματος, Πλάτ. Νόμ. 711C. ΙΙ. ἡ πρώτη, ἀνωτάτη [[ἀρχή]], Ἡρόδ. 1. 7., 3. 65, κτλ.· ἐπὶ στρατηγοῦ ἢ ὑπαλλήλου, Θουκ. 4. 91· ἐν ἡγεμονίαις ὁ αὐτ. 7. 15· ἡ ἡγ. τοῦ πολέμου Ἡρόδ. 6. 2· ἡ κατὰ πόλεμον ἡγ., τῶν πολεμικῶν ἡ ἡγ. Ἀριστ. Πολ. 3, 14, 12 καὶ 13· τῶν στρατοπέδων Πλάτ. Εὐθυδ. 273C· τῶν ὀπισθοφυλάκων Ξεν. Ἀν. 4. 7, 8· ἡγ. δικαστηρίων, [[ἐξουσία]] ἐπ’ αὐτῶν, διεύθυνσις, Αἰσχίν. 56. 1. 2) ἐν τῷ πολιτικῷ ὀργανισμῷ τῶν Ἑλληνικῶν πολιτειῶν, ἡ [[ἡγεμονία]] ἢ ἡ ἀνωτάτη ἀρχὴ μιᾶς τινος αὐτῶν ἐπὶ πολλῶν ἄλλων ὑποδεεστέρων, [[οἷον]] ἡ τῶν Ἀθηνῶν ἐν τῇ Ἀττικῇ, τῶν Θηβῶν ἐν Βοιωτίᾳ, κτλ. Ἡ [[ἡγεμονία]] τῶν Ἑλληνικῶν στρατευμάτων καὶ στόλων κατὰ τὸν Περσικὸν πόλεμον εἶχε παραχωρηθῆ εἰς τοὺς Σπαρτιάτας· μετὰ [[ταῦτα]] ἡ στρατιωτικὴ αὕτη [[ἡγεμονία]] ἔλαβε τύπον κυριαρχίας, ἣν κατώρθωσαν νὰ ἀποσπάσωσιν ἀπὸ τῶν Σπαρτιατῶν οἱ Ἀθηναῖοι· ἐπὶ τέλους τοῦ Πελοπονν. πολέμου σκοπὸς ἦτο νὰ ὁρισθῇ εἰς τίνα πόλιν ἐκ τῶν δύο ἀνῆκεν ἡ [[ἡγεμονία]], [[ἤτοι]] ἡ [[κυριαρχία]] τῆς λοιπῆς Ἑλλάδος· ἡ ἡγ. τῆς Ἑλλάδος Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 33, Ἀριστ. Πολ. 4. 11, 18· ἡ περὶ Σαλαμῖνα [[νίκη]] καὶ διὰ ταύτης ἡ ἡγ. [[αὐτόθι]] 5. 4, 8. β) ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ imperium, Πλούτ. Μαρ. 36, κτλ.· Αἴγυπτον δήμου Ρωμαίων ἡγεμονίᾳ προσέθηκα Ἐπιγρ. Ἀγκύρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. IV. 1· ἡ βασιλεία τοῦ αὐτοκράτορος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. γ΄, 1. ΙΙΙ. [[διαίρεσις]] τοῦ στρατοῦ ὑπ’ ἀξιωματικόν, Πλούτ. Καμίλλ. 23. IV. τὸ πρῶτον καὶ κύριον (πράγματός τινος), ἡγ. τῆς τέχνης τὸ τῶν ἐδομένων τὰ στόματα προειδέναι Δίφιλ. Ἀπολ. 1. 5. V. [[ἡγεμονία]], [[ἀρχή]], Ἑβδ. (Γεν. λς΄, 30)· ἡ Ἰλλυρίδος ἡγ. Ἡρῳδιαν. 6. 7. - Πρβλ. Κόντον Γλωσσ. Παρατ. 122 κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |