Anonymous

ἡγεμονία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de marcher en tête, de guider, de conduire, <i>fig.</i> direction;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i><br /><b>1</b> direction, autorité, prééminence;<br /><b>2</b> <i>particul. dans la constitution des États grecs</i> ἡ [[ἡγεμονία]] τῆς Ἑλλάδος XÉN prééminence <i>ou</i> souveraineté d’un État grec sur toute la Grèce, sur les Grecs, hégémonie;<br /><b>3</b> <i>à Rome</i> commandement d’un chef de corps ; corps de troupes, division militaire ; magistrature <i>en gén.</i> : ἡ μεγίστη [[ἡγεμονία]] καὶ [[ἀρχή]] PLUT la magistrature suprême, le consulat.<br />'''Étymologie:''' [[ἡγεμών]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> action de marcher en tête, de guider, de conduire, <i>fig.</i> direction;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i><br /><b>1</b> direction, autorité, prééminence;<br /><b>2</b> <i>particul. dans la constitution des États grecs</i> ἡ [[ἡγεμονία]] τῆς Ἑλλάδος XÉN prééminence <i>ou</i> souveraineté d’un État grec sur toute la Grèce, sur les Grecs, hégémonie;<br /><b>3</b> <i>à Rome</i> commandement d’un chef de corps ; corps de troupes, division militaire ; magistrature <i>en gén.</i> : ἡ μεγίστη [[ἡγεμονία]] καὶ [[ἀρχή]] PLUT la magistrature suprême, le consulat.<br />'''Étymologie:''' [[ἡγεμών]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡγεμονία:''' ион. ἡγεμονίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> предводительство(вание), руководство, управление: τῇ τῶν δυναστευόντων ἡγεμονίᾳ Plat. по руководящим указаниям власть имущих;<br /><b class="num">2)</b> [[начальствование]], [[командование]] (ἡ ἡγεμονία τοῦ πολέμου Her., κατὰ πόλεμον и τῶν πολεμικων Arst.; τῶν λοχαγῶν ὀπισθοφυλάκων Xen.; τῶν στρατοπέδων Plat.): ἐν ἡγεμονίαις Thuc. в бытность командующим или командуя войсками;<br /><b class="num">3)</b> [[правление]], [[царствование]] (Τιβερίου Καίσαρος NT);<br /><b class="num">4)</b> юр. [[право председательствования]] (δικαστηρίων Aeschin.);<br /><b class="num">5)</b> [[политическое верховенство]], [[первенство]], [[гегемония]]: ἡ ἡγεμονία τῆς Ἑλλάδος Xen., τῶν Ἑλλήνων Polyb. гегемония (одного греческого государства) над всей Грецией;<br /><b class="num">6)</b> [[войсковая часть]]: καθ᾽ ἡγεμονίας καὶ συντάγματα Plut. большими или меньшими отрядами.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡγεμονία:''' ἡ ([[ἡγεμών]]),<br /><b class="num">I.</b> πρωτοπορία, [[προβάδισμα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ανώτατη [[αρχή]], στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· [[ἡγεμονία]] δικαστηρίων, [[εξουσία]] στα δικαστήρια, [[διεύθυνση]] των δικαστηρίων, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> η [[ηγεμονία]] ή η [[εξουσία]] μιας πόλης-κράτους πάνω σ' έναν αριθμό υποτελών [[πόλεων]]-μελών, όπως αυτή της πόλης των Αθηνών στην Αττική, της πόλης της Θήβας στη [[Βοιωτία]], κ.λπ. Η [[ἡγεμονία]] των ελληνικών στρατευμάτων και στόλων κατά τον Περσικό Πόλεμο είχε παραχωρηθεί στους Σπαρτιάτες. Μετά από αυτόν, η στρατιωτική [[ηγεμονία]] εξέλαβε χαρακτήρα κυριαρχίας, την οποία απέσπασαν από τους Σπαρτιάτες οι Αθηναίοι. Κατά το [[τέλος]] του Πελοποννησιακού Πολέμου, [[σκοπός]] ήταν να ορισθεί σε ποια από τις δυο προαναφερόμενες πόλεις ανήκε η [[ηγεμονία]], δηλ. η [[κυριαρχία]] της υπόλοιπης Ελλάδας.<br /><b class="num">3.</b> Η Ρωμαϊκή [[αυτοκρατορία]], σε Πλούτ.· η [[εξουσία]] του αυτοκράτορα, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">III.</b> [[διαίρεση]] του στρατού, [[τάγμα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἡγεμονία:''' ἡ ([[ἡγεμών]]),<br /><b class="num">I.</b> πρωτοπορία, [[προβάδισμα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ανώτατη [[αρχή]], στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· [[ἡγεμονία]] δικαστηρίων, [[εξουσία]] στα δικαστήρια, [[διεύθυνση]] των δικαστηρίων, σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> η [[ηγεμονία]] ή η [[εξουσία]] μιας πόλης-κράτους πάνω σ' έναν αριθμό υποτελών [[πόλεων]]-μελών, όπως αυτή της πόλης των Αθηνών στην Αττική, της πόλης της Θήβας στη [[Βοιωτία]], κ.λπ. Η [[ἡγεμονία]] των ελληνικών στρατευμάτων και στόλων κατά τον Περσικό Πόλεμο είχε παραχωρηθεί στους Σπαρτιάτες. Μετά από αυτόν, η στρατιωτική [[ηγεμονία]] εξέλαβε χαρακτήρα κυριαρχίας, την οποία απέσπασαν από τους Σπαρτιάτες οι Αθηναίοι. Κατά το [[τέλος]] του Πελοποννησιακού Πολέμου, [[σκοπός]] ήταν να ορισθεί σε ποια από τις δυο προαναφερόμενες πόλεις ανήκε η [[ηγεμονία]], δηλ. η [[κυριαρχία]] της υπόλοιπης Ελλάδας.<br /><b class="num">3.</b> Η Ρωμαϊκή [[αυτοκρατορία]], σε Πλούτ.· η [[εξουσία]] του αυτοκράτορα, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">III.</b> [[διαίρεση]] του στρατού, [[τάγμα]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡγεμονία:''' ион. ἡγεμονίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> предводительство(вание), руководство, управление: τῇ τῶν δυναστευόντων ἡγεμονίᾳ Plat. по руководящим указаниям власть имущих;<br /><b class="num">2)</b> [[начальствование]], [[командование]] (ἡ ἡγεμονία τοῦ πολέμου Her., κατὰ πόλεμον и τῶν πολεμικων Arst.; τῶν λοχαγῶν ὀπισθοφυλάκων Xen.; τῶν στρατοπέδων Plat.): ἐν ἡγεμονίαις Thuc. в бытность командующим или командуя войсками;<br /><b class="num">3)</b> [[правление]], [[царствование]] (Τιβερίου Καίσαρος NT);<br /><b class="num">4)</b> юр. [[право председательствования]] (δικαστηρίων Aeschin.);<br /><b class="num">5)</b> [[политическое верховенство]], [[первенство]], [[гегемония]]: ἡ ἡγεμονία τῆς Ἑλλάδος Xen., τῶν Ἑλλήνων Polyb. гегемония (одного греческого государства) над всей Грецией;<br /><b class="num">6)</b> [[войсковая часть]]: καθ᾽ ἡγεμονίας καὶ συντάγματα Plut. большими или меньшими отрядами.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj