3,276,318
edits
m (Text replacement - " (<span class="sense"><span class="bld">A</span> " to " <span class="sense"><span class="bld">A</span> (") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1172.png Seite 1172]] ὁ, der die Zügel hält, Wagenlenker, Rosselenker, Il. öfter; dem [[παραιβάτης]], dem vom Wagen herab kämpfenden Helden entgeggstzt, 23, 132, vgl. 11, 47, dem er untergeordnet ist; dah. [[ἡνίοχος]] [[θεράπων]], 5, 580. Daß es kein Knecht ist, sieht man daraus, daß Patroklus der [[ἡνίοχος]] des Achilles ist. Hektor, der Il. 21, 91 den Kebriones, 8, 120 den Eniopeus zum Wagenlenker hat, wird 8, 89 selbst [[ἡνίοχος]] genannt. Vgl. noch 18, 225. 23, 460. – Plat. Phaedr. 247 e u. öfter; Xen. Cyr. 6, 2, 17. Bei Theogn. 260 der Reiter. Allgemein der Lenker, Beherrscher, [[νεώς]], Steuermann, Poll. 1, 98; χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχος Pind. N. 6, 111; αἰγίδος [[ἡνίοχος]] heißt Athene Ar. Nubb. 602; παλαισμοσύνης Simonid. 61 (Plan. 2); δεινὸν δ' [[ἦλθον]] ὑφ' ἡνίοχον Hermesian. bei Ath. XIII, 597 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1172.png Seite 1172]] ὁ, der die Zügel hält, Wagenlenker, Rosselenker, Il. öfter; dem [[παραιβάτης]], dem vom Wagen herab kämpfenden Helden entgeggstzt, 23, 132, vgl. 11, 47, dem er untergeordnet ist; dah. [[ἡνίοχος]] [[θεράπων]], 5, 580. Daß es kein Knecht ist, sieht man daraus, daß Patroklus der [[ἡνίοχος]] des Achilles ist. Hektor, der Il. 21, 91 den Kebriones, 8, 120 den Eniopeus zum Wagenlenker hat, wird 8, 89 selbst [[ἡνίοχος]] genannt. Vgl. noch 18, 225. 23, 460. – Plat. Phaedr. 247 e u. öfter; Xen. Cyr. 6, 2, 17. Bei Theogn. 260 der Reiter. Allgemein der Lenker, Beherrscher, [[νεώς]], Steuermann, Poll. 1, 98; χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχος Pind. N. 6, 111; αἰγίδος [[ἡνίοχος]] heißt Athene Ar. Nubb. 602; παλαισμοσύνης Simonid. 61 (Plan. 2); δεινὸν δ' [[ἦλθον]] ὑφ' ἡνίοχον Hermesian. bei Ath. XIII, 597 b. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> conducteur d’un char, cocher;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui dirige qqn <i>ou</i> qch, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἡνία]], [[ἔχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡνίοχος''': Δωρ. [[ἁνίοχος]], ὁ ([[ἔχω]]) ὁ κρατῶν τὰς ἡνίας, ἁμαξηλάτης, [[διφρηλάτης]], συχνὸν ἐν Ἰλ., [[ἔνθα]] ὁ [[ἡνίοχος]] [[ἐνίοτε]] ἀντιτίθεται πρὸς τὸ παραιβάτης (ὁ παρὰ τὸν ἡνίοχον ἑστὼς [[πολεμιστής]]), Ἰλ. Ψ. 132· [[ὁπόθεν]] ὁ [[ἡνίοχος]] ὡς ὑποδεέστερος ἐκαλεῖτο ἡν. [[θεράπων]] Ε. 580, Θ. 119, καὶ [[ὑφηνίοχος]] Ζ. 19· - δὲν ἦτο [[ὅμως]] [[οὗτος]] [[δοῦλος]], ἀλλ’ [[ἐλεύθερος]] [[στρατιώτης]], [[μάλιστα]] [[πολλάκις]] [[ἥρως]], ὡς ὁ [[Μηριόνης]] ἦτο [[ἡνίοχος]] τοῦ Ἰδομενέως, ὁ [[Πάτροκλος]] τοῦ Ἀχιλλέως, [[μάλιστα]] ἐν Θ. 89 αὐτὸς ὁ Ἕκτωρ ἐμφανίζεται ὡς [[ἡνίοχος]], πρβλ. Σ. 225, Ψ. 460· ἂν καὶ ἀλλαχοῦ ἔχει ἡνίοχον, Θ. 119, Μ. 91· οὕτω, παραβέβηκε δέ οἱ ἡν. Ἡρόδ. 7. 40. 2) [[καθόλου]], ὁ ὁδηγῶν ἅρμα, ὡς ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πίνδ. Π. 5. 66, Ἀριστοφ. Εἰρ. 904, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 21, Πλάτ., κλπ.˙ ὑποπτέρων ἵππων ἡν. ὁ αὐτ. Κριτ. 116Ε˙ - παρὰ Θεόγν. 260, [[ἱππεύς]]. 3) ὁ ἡν. τῆς [[νεώς]], ὁ [[πηδαλιοῦχος]], Πολυδ. Α΄, 98˙ πρβλ. [[ναύκληρος]] Ι. 3. 4) μεταφ., ὁ ὁδηγῶν, κυβερνῶν, διοικῶν, χερὸς καὶ ἰσχύος ἀν. Πίνδ. Ν. 6. 111˙ παλαισμοσύνης ἡν. Σιμων. 151˙ ἡν. τέχνης τραγικῆς Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 39, πρβλ. 498. 2˙ ἡν. κιθάρας, ἐπὶ κιθαριστοῦ παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. [[Μίλητος]]˙ ὡς θηλ., αἰγίδος ἡν., ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 602˙ - οὕτω παρὰ πεζοῖς προτασσομένου τοῦ [[οἷον]] ἢ [[ὥσπερ]], Πλάτ. Πολιτ. 266Ε, κλ.˙ ἐπὶ ἔρωτος, Πλούτ. 2. 759D, πρβλ. Ἑρμησιάν. 84. 5) ὡς ἐπίθ., ὁδηγῶν, [[ὁδηγός]], γνώμη Χρυσ. Ἐπ. 69˙ ἄνεμοι Μανέθ. 5. 153. ΙΙ. ἡνίοχοι, οἱ, ἐν Ἀθήναις, [[τάξις]] πλουσίων πολιτῶν, οἵτινες ὑπεχρεοῦντο νὰ παρασκευάζωσιν ἅρματα πρὸς δημοσίαν ὑπηρεσίαν, Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 576. 42, Φώτ. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] = ἔκφοροι ([[ἔκφορος]] ΙΙΙ), Φώτ. IV. [[ἀστερισμός]] τις, Ἄρατ. 156. | |lstext='''ἡνίοχος''': Δωρ. [[ἁνίοχος]], ὁ ([[ἔχω]]) ὁ κρατῶν τὰς ἡνίας, ἁμαξηλάτης, [[διφρηλάτης]], συχνὸν ἐν Ἰλ., [[ἔνθα]] ὁ [[ἡνίοχος]] [[ἐνίοτε]] ἀντιτίθεται πρὸς τὸ παραιβάτης (ὁ παρὰ τὸν ἡνίοχον ἑστὼς [[πολεμιστής]]), Ἰλ. Ψ. 132· [[ὁπόθεν]] ὁ [[ἡνίοχος]] ὡς ὑποδεέστερος ἐκαλεῖτο ἡν. [[θεράπων]] Ε. 580, Θ. 119, καὶ [[ὑφηνίοχος]] Ζ. 19· - δὲν ἦτο [[ὅμως]] [[οὗτος]] [[δοῦλος]], ἀλλ’ [[ἐλεύθερος]] [[στρατιώτης]], [[μάλιστα]] [[πολλάκις]] [[ἥρως]], ὡς ὁ [[Μηριόνης]] ἦτο [[ἡνίοχος]] τοῦ Ἰδομενέως, ὁ [[Πάτροκλος]] τοῦ Ἀχιλλέως, [[μάλιστα]] ἐν Θ. 89 αὐτὸς ὁ Ἕκτωρ ἐμφανίζεται ὡς [[ἡνίοχος]], πρβλ. Σ. 225, Ψ. 460· ἂν καὶ ἀλλαχοῦ ἔχει ἡνίοχον, Θ. 119, Μ. 91· οὕτω, παραβέβηκε δέ οἱ ἡν. Ἡρόδ. 7. 40. 2) [[καθόλου]], ὁ ὁδηγῶν ἅρμα, ὡς ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πίνδ. Π. 5. 66, Ἀριστοφ. Εἰρ. 904, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 21, Πλάτ., κλπ.˙ ὑποπτέρων ἵππων ἡν. ὁ αὐτ. Κριτ. 116Ε˙ - παρὰ Θεόγν. 260, [[ἱππεύς]]. 3) ὁ ἡν. τῆς [[νεώς]], ὁ [[πηδαλιοῦχος]], Πολυδ. Α΄, 98˙ πρβλ. [[ναύκληρος]] Ι. 3. 4) μεταφ., ὁ ὁδηγῶν, κυβερνῶν, διοικῶν, χερὸς καὶ ἰσχύος ἀν. Πίνδ. Ν. 6. 111˙ παλαισμοσύνης ἡν. Σιμων. 151˙ ἡν. τέχνης τραγικῆς Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 39, πρβλ. 498. 2˙ ἡν. κιθάρας, ἐπὶ κιθαριστοῦ παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. [[Μίλητος]]˙ ὡς θηλ., αἰγίδος ἡν., ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 602˙ - οὕτω παρὰ πεζοῖς προτασσομένου τοῦ [[οἷον]] ἢ [[ὥσπερ]], Πλάτ. Πολιτ. 266Ε, κλ.˙ ἐπὶ ἔρωτος, Πλούτ. 2. 759D, πρβλ. Ἑρμησιάν. 84. 5) ὡς ἐπίθ., ὁδηγῶν, [[ὁδηγός]], γνώμη Χρυσ. Ἐπ. 69˙ ἄνεμοι Μανέθ. 5. 153. ΙΙ. ἡνίοχοι, οἱ, ἐν Ἀθήναις, [[τάξις]] πλουσίων πολιτῶν, οἵτινες ὑπεχρεοῦντο νὰ παρασκευάζωσιν ἅρματα πρὸς δημοσίαν ὑπηρεσίαν, Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 576. 42, Φώτ. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] = ἔκφοροι ([[ἔκφορος]] ΙΙΙ), Φώτ. IV. [[ἀστερισμός]] τις, Ἄρατ. 156. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |