Anonymous

ἰσχυροποιέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1273.png Seite 1273]] festmachen, τὴν δύναμιν D. Sic. 17, 65, pass. τῆς δυναστείας ἰσχυροποιουμένης 14, 9; Plut. plac. philos. 2, 24; auch = mit Gründen bekräftigen, Pol. 28, 17, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1273.png Seite 1273]] festmachen, τὴν δύναμιν D. Sic. 17, 65, pass. τῆς δυναστείας ἰσχυροποιουμένης 14, 9; Plut. plac. philos. 2, 24; auch = mit Gründen bekräftigen, Pol. 28, 17, 7.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />fortifier.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσχυρός]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχῡροποιέω''': καθιστῶ τι ἰσχυρόν, [[ἐνισχύω]], τὴν δύναμιν ἰσχυροποιῆσαι τῷ τε πλήθει καὶ ταῖς ἀρεταῖς τῶν ἡγεμόνων Διόδ. 17. 65· ἰσχυροποιῶν... τὰς ἐπικρατείας τὰς Ἀντιγόνου Πολύβ. 28. 17, 7· ἀπολ., ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, Κλήμ. Ἀλ. 427. - Παθ., ὅτε δὲ ἰσχυροποιηθῇ τὸ θερμὸν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 4· τῆς δυναστείας ἰσχυροποιουμένης Διόδ. 14. 9.
|lstext='''ἰσχῡροποιέω''': καθιστῶ τι ἰσχυρόν, [[ἐνισχύω]], τὴν δύναμιν ἰσχυροποιῆσαι τῷ τε πλήθει καὶ ταῖς ἀρεταῖς τῶν ἡγεμόνων Διόδ. 17. 65· ἰσχυροποιῶν... τὰς ἐπικρατείας τὰς Ἀντιγόνου Πολύβ. 28. 17, 7· ἀπολ., ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, Κλήμ. Ἀλ. 427. - Παθ., ὅτε δὲ ἰσχυροποιηθῇ τὸ θερμὸν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 4· τῆς δυναστείας ἰσχυροποιουμένης Διόδ. 14. 9.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />fortifier.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσχυρός]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἰσχῡροποιέω:''' [[укреплять]], [[усиливать]], [[подкреплять]] (τὴν δύναμιν Diod.; τὴν ἐπικράτειάν τινος Polyb.): [[ὅτε]] ἰσχυροποιηθῇ τὸ [[θερμόν]] Arst. с повышением температуры.
|elrutext='''ἰσχῡροποιέω:''' [[укреплять]], [[усиливать]], [[подкреплять]] (τὴν δύναμιν Diod.; τὴν ἐπικράτειάν τινος Polyb.): [[ὅτε]] ἰσχυροποιηθῇ τὸ [[θερμόν]] Arst. с повышением температуры.
}}
}}