ἰσχυροποιέω
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
strengthen, τὴν δύναμιν D.S.17.65; τὰς ἐπικρατείας τινός Plb.28.20.7; τόπον J.AJ15.8.5; στόμαχον [Gal.]14.752; establish, τὰς διατριβὰς τῶν ῥητορικῶν Phld.Rh.1.192S.:—Med., Onos.21.2:—Pass., ἰσχυροποιεῖται τὰ μέσα Ascl.Tact.10.16; τῆς δυναστείας -ουμένης D.S.14.9, cf. Arr.Epict.2.18.7; of assertions, Vett.Val.333.7; to be valid, ἡ ἀναλογία οὐκ -εῖται S.E.M.1.201.
German (Pape)
[Seite 1273] festmachen, τὴν δύναμιν D. Sic. 17, 65, pass. τῆς δυναστείας ἰσχυροποιουμένης 14, 9; Plut. plac. philos. 2, 24; auch = mit Gründen bekräftigen, Pol. 28, 17, 7.
French (Bailly abrégé)
ἰσχυροποιῶ :
fortifier.
Étymologie: ἰσχυρός, ποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡροποιέω: καθιστῶ τι ἰσχυρόν, ἐνισχύω, τὴν δύναμιν ἰσχυροποιῆσαι τῷ τε πλήθει καὶ ταῖς ἀρεταῖς τῶν ἡγεμόνων Διόδ. 17. 65· ἰσχυροποιῶν... τὰς ἐπικρατείας τὰς Ἀντιγόνου Πολύβ. 28. 17, 7· ἀπολ., ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, Κλήμ. Ἀλ. 427. - Παθ., ὅτε δὲ ἰσχυροποιηθῇ τὸ θερμὸν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 4· τῆς δυναστείας ἰσχυροποιουμένης Διόδ. 14. 9.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχῡροποιέω: укреплять, усиливать, подкреплять (τὴν δύναμιν Diod.; τὴν ἐπικράτειάν τινος Polyb.): ὅτε ἰσχυροποιηθῇ τὸ θερμόν Arst. с повышением температуры.