Anonymous

ἔνοικος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0849.png Seite 849]] darin wohnend, Einwohner; Κολχίδος γᾶς ἔνοικοι παρθένοι Aesch. Prom. 413; im Ggstz von ἐπήλυδες Suppl. 606; ὦ πάτρας Θήβης ἔνοικοι Soph. O. R. 1524; Νεμέας [[ἔνοικος]] [[λέων]] Tr. 1092; Σπάρτης, auch Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα τῶν τυράννων, Eur. Andr. 447 Ion 235; in Prosa, Thuc. 4, 61 u. Folgde; Plat. Critia. 113 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0849.png Seite 849]] darin wohnend, Einwohner; Κολχίδος γᾶς ἔνοικοι παρθένοι Aesch. Prom. 413; im Ggstz von ἐπήλυδες Suppl. 606; ὦ πάτρας Θήβης ἔνοικοι Soph. O. R. 1524; Νεμέας [[ἔνοικος]] [[λέων]] Tr. 1092; Σπάρτης, auch Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα τῶν τυράννων, Eur. Andr. 447 Ion 235; in Prosa, Thuc. 4, 61 u. Folgde; Plat. Critia. 113 c.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui habite dans, habitant de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[οἶκος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνοικος''': -ον, οἰκῶν [[ἐντός]], [[κάτοικος]], Τραγ., κλ.˙ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν. τόπου, [[κάτοικος]] τόπου τινός, Αἰσχύλ. Πρ. 415, Σοφ. Τρ. 1092, Θουκ. 4. 61, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., ὁ [[κάτοικος]] ἔν τινι τόπῳ, Πλάτ. Κριτί. 113C. 2) Παθ., ὁ ἐνοικούμενος, Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα Εὐρ. Ἴων 235.
|lstext='''ἔνοικος''': -ον, οἰκῶν [[ἐντός]], [[κάτοικος]], Τραγ., κλ.˙ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν. τόπου, [[κάτοικος]] τόπου τινός, Αἰσχύλ. Πρ. 415, Σοφ. Τρ. 1092, Θουκ. 4. 61, κτλ.˙ [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., ὁ [[κάτοικος]] ἔν τινι τόπῳ, Πλάτ. Κριτί. 113C. 2) Παθ., ὁ ἐνοικούμενος, Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα Εὐρ. Ἴων 235.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui habite dans, habitant de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[οἶκος]].
}}
}}
{{grml
{{grml