Anonymous

ἰταμός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1274.png Seite 1274]] ([[εἶμι]], vgl. [[ἴτης]]), der dreist darauf losgeht, keck, verwegen; ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ [[πονηρία]], im Ggstz von βραδὺ καὶ ὀκνηρόν, Dem. 25, 24; [[πρός]] τι, Arist. probl. 29, 1; Sp., wie Plut. Galb. 25, τὸ ἰταμὸν τῆς ψυχῆς Rom. 7, Keckheit, Entschiedenheit. – Unverschämt, κύνες Ar. Ran. 1292. – Adv., ἰταμώτερον ἅμα καὶ θᾶττον τοῦ δέοντος πρὸς πάσας τὰς πράξεις φερόμενον, unbesonnen, Plat. Legg. VI, 773 d; Dem. u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1274.png Seite 1274]] ([[εἶμι]], vgl. [[ἴτης]]), der dreist darauf losgeht, keck, verwegen; ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ [[πονηρία]], im Ggstz von βραδὺ καὶ ὀκνηρόν, Dem. 25, 24; [[πρός]] τι, Arist. probl. 29, 1; Sp., wie Plut. Galb. 25, τὸ ἰταμὸν τῆς ψυχῆς Rom. 7, Keckheit, Entschiedenheit. – Unverschämt, κύνες Ar. Ran. 1292. – Adv., ἰταμώτερον ἅμα καὶ θᾶττον τοῦ δέοντος πρὸς πάσας τὰς πράξεις φερόμενον, unbesonnen, Plat. Legg. VI, 773 d; Dem. u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> vif, ardent;<br /><b>2</b> hardi, effronté, impudent ; τὸ ἰταμόν, hardiesse, impudence ; <i>adv.</i> • ἰταμὸν ἀντιβλέπειν ÉL regarder en face avec effronterie;<br /><i>Cp.</i> ἰταμώτερος, <i>Sp.</i> ἰταμώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἴτης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰτᾰμός''': ῐ, ή, όν, ([[εἶμι]], [[ἴτης]]) [[ὁρμητικός]], σπεύδων, κύνες Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 234) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1292. ἕτοιμος πρὸς πᾶν [[πρᾶγμα]], [[παράτολμος]], [[θρασύς]], [[ἀναίσχυντος]], [[ἀσυλλόγιστος]], ἄσωτος, ὡς τὸ Λατ. audax, ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ [[πονηρία]] Δημ. 777. 3· ἰτ. [[πρός]] τι Ἀριστ. Προβλ. 30. 6, Πλουτ. Γάλβ. 25· ἰταμώτερος [[πρός]] λόγους ὁ αὐτ. 2. 1041Α· τὸ ἴταμὸν [[ἰταμότης]], ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 19, κτλ.· τό ἰτ. τῆς ψυχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 7. ἰταμόν τι δεδορκὼς Λουκ., Δραπέτ. 19· ἰτ. ἀντιβλέπειν Αἰλ. π. Ζ. 17. 12. - Ἐπίρρ. -μῶς, Ἄλεξ. ἐν «Κνιδίᾳ» 1, ἐν «Φαίδρῳ» 2˙ Συγκρ. - ώτερον. Πλάτ. Νόμ. 773Β· ἰταμώτερον τῷ βίῳ χρῆσθαι Δημ. 414. 1· Ὑπερθ., -ώτατος Λουκ. Ἰκαρομ. 30.
|lstext='''ἰτᾰμός''': ῐ, ή, όν, ([[εἶμι]], [[ἴτης]]) [[ὁρμητικός]], σπεύδων, κύνες Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 234) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1292. ἕτοιμος πρὸς πᾶν [[πρᾶγμα]], [[παράτολμος]], [[θρασύς]], [[ἀναίσχυντος]], [[ἀσυλλόγιστος]], ἄσωτος, ὡς τὸ Λατ. audax, ἰταμὸν καὶ τολμηρὸν ἡ [[πονηρία]] Δημ. 777. 3· ἰτ. [[πρός]] τι Ἀριστ. Προβλ. 30. 6, Πλουτ. Γάλβ. 25· ἰταμώτερος [[πρός]] λόγους ὁ αὐτ. 2. 1041Α· τὸ ἴταμὸν [[ἰταμότης]], ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 19, κτλ.· τό ἰτ. τῆς ψυχῆς ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 7. ἰταμόν τι δεδορκὼς Λουκ., Δραπέτ. 19· ἰτ. ἀντιβλέπειν Αἰλ. π. Ζ. 17. 12. - Ἐπίρρ. -μῶς, Ἄλεξ. ἐν «Κνιδίᾳ» 1, ἐν «Φαίδρῳ» 2˙ Συγκρ. - ώτερον. Πλάτ. Νόμ. 773Β· ἰταμώτερον τῷ βίῳ χρῆσθαι Δημ. 414. 1· Ὑπερθ., -ώτατος Λουκ. Ἰκαρομ. 30.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> vif, ardent;<br /><b>2</b> hardi, effronté, impudent ; τὸ ἰταμόν, hardiesse, impudence ; <i>adv.</i> • ἰταμὸν ἀντιβλέπειν ÉL regarder en face avec effronterie;<br /><i>Cp.</i> ἰταμώτερος, <i>Sp.</i> ἰταμώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἴτης]].
}}
}}
{{grml
{{grml