3,270,341
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0373.png Seite 373]] (vgl. [[ῥοχθέω]]), 1) [[brüllen]]; vom Stiere, Il. 23, 30; vom Meere, brüllend brausen, Theocr. 11, 43; Schol. Ar. Nubb. 1350, wo übertr. steht πῶς οἴεσθέ μου τὴν καρδίαν ὀρεχθεῖν, vor Aerger heftig schlagen, knurren, erkl. es [[μίμημα]] τραχέος ἤχου γενομένου ἐν τῷ σφάζεσθαι βοῦν; Schol. Ap. Rh. 1, 275 u. 2, 49 erkl. es durch [[στένω]]. So ist auch [[πᾶν]] ὀρεχθεῖ [[δάπεδον]] Aesch. fr. 146 bei Strab. 12 a. E. zu nehmen; zweifelhaft μύκαισι δ' ὠρέχθει τὸ λάϊνον [[πέδον]], Aristias bei Ath. II, 60 b. – 2) = [[ὀρέγω]], heftig wonach begehren, bei sp. D., [[καί]] οἱ ὀρέχθει θυμὸς ἐελδομένῳ στηθέων ἐξ [[αἷμα]] κεδάσσαι, Ap. Rh. 2, 49; οὐδ' ἔχει ἐκφλύξαι τόσσον [[γόον]] ὅσσον ὀρεχθεῖ, 1, 275; vgl. Nic. Al. 340; Opp. Hal. 2, 583. Nach Eust. führten schon alte Erkl. auch die homerischen Stellen auf [[ὀρέγω]] zurück und erkl. ἀναιρούμενοτ ὠρέγοντο, ἐξετείνοντο, wie Passow übh. die erste Bdtg verwerfen möchte, von dem Rinde »sich strecken, hingestreckt liegen« (wie es nachher von den Schweinen heißt εὑόμενοι τανύοντο), und von dem Meere bei Theocr. »es erstreckt sich, wälzt sich heran« erklärend; was an sich zwar möglich, aber nicht nothwendig ist, da ο oft als Präfixum erscheint, ohne die Bdtg zu ändern. S. übrigens Spitzner exc. zur Il. XXXIV. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0373.png Seite 373]] (vgl. [[ῥοχθέω]]), 1) [[brüllen]]; vom Stiere, Il. 23, 30; vom Meere, brüllend brausen, Theocr. 11, 43; Schol. Ar. Nubb. 1350, wo übertr. steht πῶς οἴεσθέ μου τὴν καρδίαν ὀρεχθεῖν, vor Aerger heftig schlagen, knurren, erkl. es [[μίμημα]] τραχέος ἤχου γενομένου ἐν τῷ σφάζεσθαι βοῦν; Schol. Ap. Rh. 1, 275 u. 2, 49 erkl. es durch [[στένω]]. So ist auch [[πᾶν]] ὀρεχθεῖ [[δάπεδον]] Aesch. fr. 146 bei Strab. 12 a. E. zu nehmen; zweifelhaft μύκαισι δ' ὠρέχθει τὸ λάϊνον [[πέδον]], Aristias bei Ath. II, 60 b. – 2) = [[ὀρέγω]], heftig wonach begehren, bei sp. D., [[καί]] οἱ ὀρέχθει θυμὸς ἐελδομένῳ στηθέων ἐξ [[αἷμα]] κεδάσσαι, Ap. Rh. 2, 49; οὐδ' ἔχει ἐκφλύξαι τόσσον [[γόον]] ὅσσον ὀρεχθεῖ, 1, 275; vgl. Nic. Al. 340; Opp. Hal. 2, 583. Nach Eust. führten schon alte Erkl. auch die homerischen Stellen auf [[ὀρέγω]] zurück und erkl. ἀναιρούμενοτ ὠρέγοντο, ἐξετείνοντο, wie Passow übh. die erste Bdtg verwerfen möchte, von dem Rinde »sich strecken, hingestreckt liegen« (wie es nachher von den Schweinen heißt εὑόμενοι τανύοντο), und von dem Meere bei Theocr. »es erstreckt sich, wälzt sich heran« erklärend; was an sich zwar möglich, aber nicht nothwendig ist, da ο oft als Präfixum erscheint, ohne die Bdtg zu ändern. S. übrigens Spitzner exc. zur Il. XXXIV. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf. épq.</i> ὀρέχθεον;<br /><b>1</b> s'étendre ; se prolonger;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> tendre vers, désirer;<br /><b>3</b> <i>sel. d’autres</i> mugir, gronder de colère, palpiter (<i>cf.</i> [[ῥοχθέω]]).<br />'''Étymologie:''' [[ὀρέγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρεχθέω''': [[ῥῆμα]] ἀμφιβόλου σημασίας ἐν Ἰλ. Ψ. 30, βόες … ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι. Οἱ πλεῖστοι τῶν ἀρχαίων ἑρμηνευτῶν ἐξελάμβανον τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο ὡς σημαῖνον τὸν τραχὺν ἦχον τὸν ἐν τῇ ἀγωνίᾳ τοῦ θανάτου ἐκπεμπόμενον ἐκ τοῦ λάρυγγος τοῦ σφαζομένου ζῴου (κατὰ μίμησιν ἤχου τραχέος ..., ἀντὶ τοῦ ἔστενον ἀναιρούμενοι Schol. Vict. ἐν τόπῳ, πρβλ. Εὐστάθ. 1285. 60 κἑξ., Ἀπολλων. Λεξικ. Ὁμ., Ἡσύχ., κτλ.)· -τινὲς ἐξ αὐτῶν δίδουσι καὶ ἑτέραν ἑρμηνείαν, δηλ. ἀναιρούμενοι ὠρέγοντο [[ἤτοι]] ἐξετείνοντο Εὐστ. ἔνθ’ ἀνωτ. (πρβλ. Ζωναρ., κτλ.), δηλ. ἐξηπλοῦντο ἐν τῇ ἀγωνίᾳ τοῦ θανάτου, «ἐτεντώνοντο». Ἐπὶ τῆς προτέρας σημασίας τὸ [[ὀρεχθέω]] πρέπει νὰ [[εἶναι]] συγγενὲς τῷ [[ῥοχθέω]], ἐπὶ δὲ τῆς δευτέρας τῷ ὀρέγομαι. - Παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1368 ἡ [[λέξις]] ἐτέθη ἐπὶ παλμοῦ ἢ πατάγου τῆς καρδίας, καὶ ἐν Ὀππ. Ἁλ. 2, 583, ὁ Θεόκριτ. δὲ (ἐν 11, 43) ἐπὶ θαλάσσης τὴν λέξιν τίθησι καθ’ ὁμοιότητα τοῦ Ὁμηρικοῦ: «ῥόχθει γὰρ μέγα [[κῦμα]]» (Ὀδ. Ε. 402): - μεταφορ. ὡς τὸ ὀρέγομαι, ἐφίεμαι, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, μετ’ ἀπαρ., οὐδ’ ἔχει ἐκφλύξαι τόσσον [[γόον]], ὅσσον ὀρεχθεῖ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 275· καί οἱ ὀρέχθει θυμὸς ... ἐξ [[αἷμα]] κεδάσσαι ὁ αὐτ. Β. 49· - τὸ τοῦ Ἀριστίου παρ’ Ἀθην. 60Β, μύκαισι δ’ ὠρέχθει τὸ λάϊνον [[πέδον]], πρέπει νὰ ἔχῃ τὴν σημασ. τοῦ [[ῥοχθέω]]· - ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 154 ὁ Meineke ἀποκατέστησεν Ἐρέχθειον. - Ἴδε τὴν ἐξέτασιν τῆς λέξ. παρὰ τῷ Spitzn. ad Il. Excurs. 34. | |lstext='''ὀρεχθέω''': [[ῥῆμα]] ἀμφιβόλου σημασίας ἐν Ἰλ. Ψ. 30, βόες … ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι. Οἱ πλεῖστοι τῶν ἀρχαίων ἑρμηνευτῶν ἐξελάμβανον τὸ [[ῥῆμα]] τοῦτο ὡς σημαῖνον τὸν τραχὺν ἦχον τὸν ἐν τῇ ἀγωνίᾳ τοῦ θανάτου ἐκπεμπόμενον ἐκ τοῦ λάρυγγος τοῦ σφαζομένου ζῴου (κατὰ μίμησιν ἤχου τραχέος ..., ἀντὶ τοῦ ἔστενον ἀναιρούμενοι Schol. Vict. ἐν τόπῳ, πρβλ. Εὐστάθ. 1285. 60 κἑξ., Ἀπολλων. Λεξικ. Ὁμ., Ἡσύχ., κτλ.)· -τινὲς ἐξ αὐτῶν δίδουσι καὶ ἑτέραν ἑρμηνείαν, δηλ. ἀναιρούμενοι ὠρέγοντο [[ἤτοι]] ἐξετείνοντο Εὐστ. ἔνθ’ ἀνωτ. (πρβλ. Ζωναρ., κτλ.), δηλ. ἐξηπλοῦντο ἐν τῇ ἀγωνίᾳ τοῦ θανάτου, «ἐτεντώνοντο». Ἐπὶ τῆς προτέρας σημασίας τὸ [[ὀρεχθέω]] πρέπει νὰ [[εἶναι]] συγγενὲς τῷ [[ῥοχθέω]], ἐπὶ δὲ τῆς δευτέρας τῷ ὀρέγομαι. - Παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1368 ἡ [[λέξις]] ἐτέθη ἐπὶ παλμοῦ ἢ πατάγου τῆς καρδίας, καὶ ἐν Ὀππ. Ἁλ. 2, 583, ὁ Θεόκριτ. δὲ (ἐν 11, 43) ἐπὶ θαλάσσης τὴν λέξιν τίθησι καθ’ ὁμοιότητα τοῦ Ὁμηρικοῦ: «ῥόχθει γὰρ μέγα [[κῦμα]]» (Ὀδ. Ε. 402): - μεταφορ. ὡς τὸ ὀρέγομαι, ἐφίεμαι, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, μετ’ ἀπαρ., οὐδ’ ἔχει ἐκφλύξαι τόσσον [[γόον]], ὅσσον ὀρεχθεῖ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 275· καί οἱ ὀρέχθει θυμὸς ... ἐξ [[αἷμα]] κεδάσσαι ὁ αὐτ. Β. 49· - τὸ τοῦ Ἀριστίου παρ’ Ἀθην. 60Β, μύκαισι δ’ ὠρέχθει τὸ λάϊνον [[πέδον]], πρέπει νὰ ἔχῃ τὴν σημασ. τοῦ [[ῥοχθέω]]· - ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 154 ὁ Meineke ἀποκατέστησεν Ἐρέχθειον. - Ἴδε τὴν ἐξέτασιν τῆς λέξ. παρὰ τῷ Spitzn. ad Il. Excurs. 34. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |