Anonymous

ὀρεχθέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf. épq.</i> ὀρέχθεον;<br /><b>1</b> s'étendre ; se prolonger;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> tendre vers, désirer;<br /><b>3</b> <i>sel. d’autres</i> mugir, gronder de colère, palpiter (<i>cf.</i> [[ῥοχθέω]]).<br />'''Étymologie:''' [[ὀρέγω]].
|btext=<i>seul. prés. et impf. épq.</i> ὀρέχθεον;<br /><b>1</b> s'étendre ; se prolonger;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> tendre vers, désirer;<br /><b>3</b> <i>sel. d’autres</i> mugir, gronder de colère, palpiter (<i>cf.</i> [[ῥοχθέω]]).<br />'''Étymologie:''' [[ὀρέγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεχθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[реветь]] ([[βόες]] ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι Hom.): θάλασσαν ἔα [[ποτὶ]] χέρσον ὀρεχθεῖν Theocr. пусть ревет море, (разбиваясь) о берег;<br /><b class="num">2)</b> [[трепетать]], [[дрожать]]: [[πῶς]] οἴεσθέ μου τὴν καρδίαν ὀρεχθεῖν; Arph. можете себе представить, как затрепетало (от негодования) мое сердце?
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρεχθέω:''' μόνο σε Ενεστ. και Επικ. παρατ. <i>ὀρέχθεον</i>, [[είτε]] τεντώνομαι ή [[αγκομαχώ]] στην επιθανάτιο [[αγωνία]] (από <i>ὀρέγομαι</i>) ή (συγγενές προς το [[ῥοχθέω]]), [[πνέω]] τα λοίσθια, [[ψυχορραγώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[καρδιά]], πάλλομαι, σε Αριστοφ.· λέγεται για [[θάλασσα]], διπλώνεται στον εαυτό της, αναδιπλώνεται προς την [[παραλία]], σηκώνει [[κύμα]], σε Θεόκρ. (Δωρ. απαρ. <i>ὀρεχθῆν</i>).
|lsmtext='''ὀρεχθέω:''' μόνο σε Ενεστ. και Επικ. παρατ. <i>ὀρέχθεον</i>, [[είτε]] τεντώνομαι ή [[αγκομαχώ]] στην επιθανάτιο [[αγωνία]] (από <i>ὀρέγομαι</i>) ή (συγγενές προς το [[ῥοχθέω]]), [[πνέω]] τα λοίσθια, [[ψυχορραγώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[καρδιά]], πάλλομαι, σε Αριστοφ.· λέγεται για [[θάλασσα]], διπλώνεται στον εαυτό της, αναδιπλώνεται προς την [[παραλία]], σηκώνει [[κύμα]], σε Θεόκρ. (Δωρ. απαρ. <i>ὀρεχθῆν</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεχθέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[реветь]] ([[βόες]] ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι Hom.): θάλασσαν ἔα [[ποτὶ]] χέρσον ὀρεχθεῖν Theocr. пусть ревет море, (разбиваясь) о берег;<br /><b class="num">2)</b> [[трепетать]], [[дрожать]]: [[πῶς]] οἴεσθέ μου τὴν καρδίαν ὀρεχθεῖν; Arph. можете себе представить, как затрепетало (от негодования) мое сердце?
}}
}}
{{etym
{{etym