Anonymous

ὀνειροπολέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0346.png Seite 346]] mit Träumen verkehren, träumen; Ar. Equ. 806; ἵππους, von Pferden träumen, Nubb. 16; Plat. Tim. 52 b, träumerisch sein; τὸν νῦν βίον ὀνειροπολοῦντα καὶ ὑπνώττοντα, Rep. VII, 534 c; auch übertr., πολλὰ τοιαῦτα ὀνειροπολεῖ ἐν τῇ γνώμῃ, Dem. 4, 49, von thörichten Einbildungen; Sp., wie Plut. u. Luc. Gall. 32, τάλαντα Herc. cond. 20; daher pass., ὀνειροποληθέντα πλοῦτον ἀπολιπόντες, Mort. D. 5, 2; so im praes. S. Emp. pyrrh. 3, 240. 273; auch ὀνειροπολούμενος ταῖς τῶν Μακεδόνων ἀρεταῖς, im Traume erschreckt, D. Sic. 17, 31. – Aber med. – act., ἄνθρωπον ὀνειροπολεῖται, S. Emp. adv. log. 2, 57.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0346.png Seite 346]] mit Träumen verkehren, träumen; Ar. Equ. 806; ἵππους, von Pferden träumen, Nubb. 16; Plat. Tim. 52 b, träumerisch sein; τὸν νῦν βίον ὀνειροπολοῦντα καὶ ὑπνώττοντα, Rep. VII, 534 c; auch übertr., πολλὰ τοιαῦτα ὀνειροπολεῖ ἐν τῇ γνώμῃ, Dem. 4, 49, von thörichten Einbildungen; Sp., wie Plut. u. Luc. Gall. 32, τάλαντα Herc. cond. 20; daher pass., ὀνειροποληθέντα πλοῦτον ἀπολιπόντες, Mort. D. 5, 2; so im praes. S. Emp. pyrrh. 3, 240. 273; auch ὀνειροπολούμενος ταῖς τῶν Μακεδόνων ἀρεταῖς, im Traume erschreckt, D. Sic. 17, 31. – Aber med. – act., ἄνθρωπον ὀνειροπολεῖται, S. Emp. adv. log. 2, 57.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />songer, rêver [[τι]] à qch ; <i>Pass.</i> être l'objet d’un rêve, être rêvé.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνειροπόλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνειροπολέω''': ὀνειρεύομαι, Πλάτ. Πολ. 534C, Τίμ. 52Β· ὀν. τι, ὀνειρεύομαί τι, ἵππους Ἀριστοφ. Νεφ. 16, 27· πολλὰ τοιαῦτα ὀνειροπολεῖ ἐν τῇ γνώμῃ, φαντάζεται μὲ τὸν νοῦν του, Δημ. 54. 10· ὀν. τάλαντα Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 20· καὶ ἐν τῷ Παθ., ὀνειροποληθεὶς [[πλοῦτος]] ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλόγ. 5. 2.- Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνειροπολεῖ· ὡς ἐν τῷ ὀνείρῳ βλέπει, ἢ ὡς ἐν ὀνείρῳ φαντάζεται». ΙΙ. ἀπατῶ δι’ ὀνείρων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 809. ΙΙΙ. καθ’ ὕπνους καταδιώκομαι βασανίζομαι βλέπων τι, τινι ὑπὸ τινος, Διόδ. 17. 30, πρβλ. Ἐκλογ. 576. 3.
|lstext='''ὀνειροπολέω''': ὀνειρεύομαι, Πλάτ. Πολ. 534C, Τίμ. 52Β· ὀν. τι, ὀνειρεύομαί τι, ἵππους Ἀριστοφ. Νεφ. 16, 27· πολλὰ τοιαῦτα ὀνειροπολεῖ ἐν τῇ γνώμῃ, φαντάζεται μὲ τὸν νοῦν του, Δημ. 54. 10· ὀν. τάλαντα Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 20· καὶ ἐν τῷ Παθ., ὀνειροποληθεὶς [[πλοῦτος]] ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλόγ. 5. 2.- Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνειροπολεῖ· ὡς ἐν τῷ ὀνείρῳ βλέπει, ἢ ὡς ἐν ὀνείρῳ φαντάζεται». ΙΙ. ἀπατῶ δι’ ὀνείρων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 809. ΙΙΙ. καθ’ ὕπνους καταδιώκομαι βασανίζομαι βλέπων τι, τινι ὑπὸ τινος, Διόδ. 17. 30, πρβλ. Ἐκλογ. 576. 3.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />songer, rêver [[τι]] à qch ; <i>Pass.</i> être l'objet d’un rêve, être rêvé.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνειροπόλος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm