Anonymous

ὁπλίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0359.png Seite 359]] (s. [[ὅπλον]]), zubereiten, zurecht machen; ἅμαξαν, den Wagen anschirren, Il. 24, 190; auch im med., ἵππους ὡπλίσατο, er schirrte sich die Pferde an, Il. 23, 301; von Schiffen, [[νῆες]] ὁπλίζονται, die Schiffe werden ausgerüstet, Od. 17, 288; von Speisen und Getränken, [[ἐπεί]] ῥ' ὥπλισσε [[κυκειῶ]], Il. 11, 611, u. oft im med., ὡπλίσσατο [[δεῖπνον]], er bereitete sich die Mahlzeit, 11, 86, u. öfter in der Od.; θυσίαι, ἃς θεοῖς ὡπλίζετο, Eur. Ion 1124. – Med. u. pass. sich fertig machen zu Etwas; ὅπλισθεν (d. i. ὡπλίσθησαν) δὲ γυναῖκες, sie schickten sich an zum Tanze, Od. 23, 143; τοὶ δ' ὡπλίζοντο μάλ' ὦκα, Il. 7, 417; Od. 14, 526; pass. φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη, Aesch. Spt. 415. – Bes. sich zum Kriege rüsten, sich bewaffnen, Il. 8, 55 Od. 24, 495; κἂν ψιλὸς ἀρκέσαιμι σοί γ' ὡπλισμένῳ, Soph. Ai. 1102; χέρα, Eur. Rhes. 84, wie ὁπλιζόμεσθα φασγάνῳ χέρας, Or. 1223; auch ὡπλισμένος χεῖρα φασγάνῳ, Phoen. 274; Plat., u. sonst in Prosa sehr gewöhnlich; bei Her. 6, 12 im activ., τοὺς ἐπιβάτας, einexerciren, in den Waffen einüben; ὥπλιζον ἵππους προμετωπιδίοις, Xen. Cyr. 6, 4, 1. – Aristarch wollte es bei Hom. immer ohne Augment schreiben, vgl. Spitzner zu Il. 8, 55.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0359.png Seite 359]] (s. [[ὅπλον]]), zubereiten, zurecht machen; ἅμαξαν, den Wagen anschirren, Il. 24, 190; auch im med., ἵππους ὡπλίσατο, er schirrte sich die Pferde an, Il. 23, 301; von Schiffen, [[νῆες]] ὁπλίζονται, die Schiffe werden ausgerüstet, Od. 17, 288; von Speisen und Getränken, [[ἐπεί]] ῥ' ὥπλισσε [[κυκειῶ]], Il. 11, 611, u. oft im med., ὡπλίσσατο [[δεῖπνον]], er bereitete sich die Mahlzeit, 11, 86, u. öfter in der Od.; θυσίαι, ἃς θεοῖς ὡπλίζετο, Eur. Ion 1124. – Med. u. pass. sich fertig machen zu Etwas; ὅπλισθεν (d. i. ὡπλίσθησαν) δὲ γυναῖκες, sie schickten sich an zum Tanze, Od. 23, 143; τοὶ δ' ὡπλίζοντο μάλ' ὦκα, Il. 7, 417; Od. 14, 526; pass. φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη, Aesch. Spt. 415. – Bes. sich zum Kriege rüsten, sich bewaffnen, Il. 8, 55 Od. 24, 495; κἂν ψιλὸς ἀρκέσαιμι σοί γ' ὡπλισμένῳ, Soph. Ai. 1102; χέρα, Eur. Rhes. 84, wie ὁπλιζόμεσθα φασγάνῳ χέρας, Or. 1223; auch ὡπλισμένος χεῖρα φασγάνῳ, Phoen. 274; Plat., u. sonst in Prosa sehr gewöhnlich; bei Her. 6, 12 im activ., τοὺς ἐπιβάτας, einexerciren, in den Waffen einüben; ὥπλιζον ἵππους προμετωπιδίοις, Xen. Cyr. 6, 4, 1. – Aristarch wollte es bei Hom. immer ohne Augment schreiben, vgl. Spitzner zu Il. 8, 55.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ὥπλιζον]], <i>f. inus., ao.</i> [[ὥπλισα]], <i>pf. inus., pqp.</i> [[ὡπλίκειν]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ὡπλίσθην]], <i>pf.</i> [[ὥπλισμαι]];<br />appareiller, mettre en état : [[κυκειῶ]] IL préparer le breuvage κυκειών ; ἄμαξαν IL équiper un char ; ἵππους XÉN harnacher des chevaux ; équiper <i>ou</i> appareiller un navire ; munir d’armes, armer : τινά, qqn ; <i>abs.</i> armer pesamment, munir d’armes pesantes (v. [[ὅπλον]]) ; <i>en gén.</i> apprêter, mettre en état;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὁπλίζομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> préparer pour soi : [[δόρπον]] IL préparer son repas ; ἵππους IL atteler pour soi des chevaux ; <i>particul.</i> armer pour soi <i>ou</i> sur soi : τοὺς πεζούς XÉN armer l'infanterie ; [[θράσος]] SOPH s'armer de courage;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> s'armer : τοῖς ὅπλοις XÉN se munir de ses armes;<br /><b>2</b> se parer : [[ὅπλισθεν]] δὲ γυναῖκες OD et les femmes se parèrent (pour la danse);<br /><b>3</b> se préparer à, inf..<br />'''Étymologie:''' [[ὅπλον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁπλίζω''': ἀόρ. ὥπλισα, Ἐπικ. ὥπλισσα Ὅμ.: πρκμ. ὥπλικα (παρ-) Διόδ. 4. 10, ὑπερσ. ὡπλίκει Δίων Κ. 78. 6. ― Μέσ., μέλλ. –ίσομαι (ἐφ-) Ἀνθ. Π. 9. 39, -ιοῦμαι Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 20 ἀόρ. ὡπλισάμην, Ἐπικ. ὡπλίσσατο Ὀδ. Β. 20, κτλ.· ― Παθ., ἀόρ. ὡπλίσθην Ἡρόδ., Ἀττ., Ἐπικ. γϳ πληθ. ὅπλισθεν Ὀδ. Ψ. 143· πρκμ. ὥπλισμαι Εὐρ., κτλ. ― Ὁ Ὅμ. ἁπανταχοῦ μεταχειρίζεται τὴν αὔξησιν πλὴν ἐν τοῖς τύποις ὁπλισάμεθα, ὅπλισθεν· ([[ὅπλον]], πρβλ. [[ὁπλέω]], [[ὅπλομαι]]). Ἑτοιμάζω τι, [[παρασκευάζω]], [[εὐτρεπίζω]], παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τροφῆς καὶ ποτοῦ, [[παρασκευάζω]], [[μαγειρεύω]], [[ἐπεὶ]] ῥ’ ὥπλισσε κυκειῶ Ἰλ. Λ. 641· ὅπλισσόν τ’ ἤια Ὀδ. Β. 289 δαῖθ’ ὁπλ. Εὐριπίδ. Ἴων. 852· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[δόρπον]] ἢ [[δεῖπνον]] ὁπλίζεσθαι, συχν. παρ’ Ὁμ.· ὡπλίσσατο [[λύχνον]] Ἐμπεδ. 220· πρὸς δεῖπνα θυσίας θ’ ἃς θεοῖς ὡπλίζετο Εὐρ. Ἴων. 1124. 2) ἐπὶ ἵππων ἁμάξης, [[ἑτοιμάζω]], αὐτὰρ ὅγ’ υἷας ἅμαξαν… ὁπλίσαι ἠνώγει Ἰλ. Ω. 190· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]] δι’ ἐμαυτόν, ἐΰτριχας ὡπλίσαθ’ ἵππους Ψ. 301· ὥπλιζον ἵππους προμετωπιδίοις Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1. ― Παθ., ἐπὶ πλοίων, [[νῆες]]… ὁπλίζονται Ὀδ. Ρ. 288· ἐπὶ παντὸς χρησίμου πράγματος χρήζοντος παρασκευῆς, λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη, ἑτοίμη πρὸς χρῆσιν, Αἰσχύλ. Θήβ. 433· θώρακα... περιβόλοις ὡπλισμένον, παρεσκευασμένον, Εὐρ. Ἴων. 993. 3) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[μάλιστα]] στρατιωτῶν, [[ἑτοιμάζω]], [[ὁπλίζω]], [[ἐνδύω]] μὲ ὅπλα, Ἡρόδ. 1. 127. Εὐρ. Ἴων. 980, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]], ἀσκῶ, [[γυμνάζω]] στρατιώτας, Ἡρόδ. 6. 12. ― Ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, [[παρασκευάζω]] [[ὁπλίζω]] ὡς ὁπλίτας, ὁπλίζειν τὸν δῆμον πρότερον ψιλὸν [[ὄντα]] Θουκ. 3. 27, πρβλ. 6. 100, Λυσ. 188. 14, κλ. ― Μέσ. καὶ Παθ., ἑτοιμάζομαι, ἀλλ’ ὅγ’ ἄρ’ ἔξω ἰὼν ὡπλίζετο Ὀδ’ Ξ. 526· ὅπλισθεν (ἀντὶ ὡπλίσθησαν) δὲ γυναῖκες, ἡτοιμάσθησαν [διὰ τὸν χορόν], Ψ. 143· Τρῶες... ἀνὰ πτόλιν ὡπλίζοντο, ὡς καὶ νῦν, Ἰλ. Θ. 55· ἀλλ’ ὁπλιζώμεθα [[θᾶσσον]] Ὀδ. Ω. 495· οὕτω παρ’ Ἡροδ., ὁπλισθέντας χαλκῷ Β. 152· ὡπλισμένοι Η. 79· χρωμένους τῷ πλήθει ὡπλισμένῳ Πλάτ. Πολ. 551D· ὁπλίζου, καρδία Εὐρ. Μήδ. 1242· μετ’ ἀπαρ., παρασκευάζομαι, τοὶ δ’ ὡπλίζοντο… νέκυάς τ’ ἀγέμειν, ἕτεροι δὲ μεθ’ ὕλην· Ἰλ. Η. 417· βουσφαγεῖν ὡπλίζετο Εὐρ. Ἠλ. 627· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ὁπλίζεσθαι χέρα, [[ὁπλίζω]] τὴν χεῖρά μου, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 926· ([[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 35)· ὁπλίζεσθαι [[θράσος]], [[ὁπλίζω]] ἐμαυτὸν μὲ θάρρος, Σοφ. εἰς Ἠλ. 905· [[συχνάκις]] μετὰ δοτ. τοῦ ὀργάνου, ὁπλιζώμεσθα φασγάνῳ χέρας Εὐρ. Ὀρ. 1223· πρβλ. Φοιν. 267· οὕτω καὶ θύρσοις διὰ χερῶν ὡπλισμέναι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 733. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474.
|lstext='''ὁπλίζω''': ἀόρ. ὥπλισα, Ἐπικ. ὥπλισσα Ὅμ.: πρκμ. ὥπλικα (παρ-) Διόδ. 4. 10, ὑπερσ. ὡπλίκει Δίων Κ. 78. 6. ― Μέσ., μέλλ. –ίσομαι (ἐφ-) Ἀνθ. Π. 9. 39, -ιοῦμαι Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 20 ἀόρ. ὡπλισάμην, Ἐπικ. ὡπλίσσατο Ὀδ. Β. 20, κτλ.· ― Παθ., ἀόρ. ὡπλίσθην Ἡρόδ., Ἀττ., Ἐπικ. γϳ πληθ. ὅπλισθεν Ὀδ. Ψ. 143· πρκμ. ὥπλισμαι Εὐρ., κτλ. ― Ὁ Ὅμ. ἁπανταχοῦ μεταχειρίζεται τὴν αὔξησιν πλὴν ἐν τοῖς τύποις ὁπλισάμεθα, ὅπλισθεν· ([[ὅπλον]], πρβλ. [[ὁπλέω]], [[ὅπλομαι]]). Ἑτοιμάζω τι, [[παρασκευάζω]], [[εὐτρεπίζω]], παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τροφῆς καὶ ποτοῦ, [[παρασκευάζω]], [[μαγειρεύω]], [[ἐπεὶ]] ῥ’ ὥπλισσε κυκειῶ Ἰλ. Λ. 641· ὅπλισσόν τ’ ἤια Ὀδ. Β. 289 δαῖθ’ ὁπλ. Εὐριπίδ. Ἴων. 852· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[δόρπον]] ἢ [[δεῖπνον]] ὁπλίζεσθαι, συχν. παρ’ Ὁμ.· ὡπλίσσατο [[λύχνον]] Ἐμπεδ. 220· πρὸς δεῖπνα θυσίας θ’ ἃς θεοῖς ὡπλίζετο Εὐρ. Ἴων. 1124. 2) ἐπὶ ἵππων ἁμάξης, [[ἑτοιμάζω]], αὐτὰρ ὅγ’ υἷας ἅμαξαν… ὁπλίσαι ἠνώγει Ἰλ. Ω. 190· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]] δι’ ἐμαυτόν, ἐΰτριχας ὡπλίσαθ’ ἵππους Ψ. 301· ὥπλιζον ἵππους προμετωπιδίοις Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1. ― Παθ., ἐπὶ πλοίων, [[νῆες]]… ὁπλίζονται Ὀδ. Ρ. 288· ἐπὶ παντὸς χρησίμου πράγματος χρήζοντος παρασκευῆς, λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη, ἑτοίμη πρὸς χρῆσιν, Αἰσχύλ. Θήβ. 433· θώρακα... περιβόλοις ὡπλισμένον, παρεσκευασμένον, Εὐρ. Ἴων. 993. 3) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[μάλιστα]] στρατιωτῶν, [[ἑτοιμάζω]], [[ὁπλίζω]], [[ἐνδύω]] μὲ ὅπλα, Ἡρόδ. 1. 127. Εὐρ. Ἴων. 980, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]], ἀσκῶ, [[γυμνάζω]] στρατιώτας, Ἡρόδ. 6. 12. ― Ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, [[παρασκευάζω]] [[ὁπλίζω]] ὡς ὁπλίτας, ὁπλίζειν τὸν δῆμον πρότερον ψιλὸν [[ὄντα]] Θουκ. 3. 27, πρβλ. 6. 100, Λυσ. 188. 14, κλ. ― Μέσ. καὶ Παθ., ἑτοιμάζομαι, ἀλλ’ ὅγ’ ἄρ’ ἔξω ἰὼν ὡπλίζετο Ὀδ’ Ξ. 526· ὅπλισθεν (ἀντὶ ὡπλίσθησαν) δὲ γυναῖκες, ἡτοιμάσθησαν [διὰ τὸν χορόν], Ψ. 143· Τρῶες... ἀνὰ πτόλιν ὡπλίζοντο, ὡς καὶ νῦν, Ἰλ. Θ. 55· ἀλλ’ ὁπλιζώμεθα [[θᾶσσον]] Ὀδ. Ω. 495· οὕτω παρ’ Ἡροδ., ὁπλισθέντας χαλκῷ Β. 152· ὡπλισμένοι Η. 79· χρωμένους τῷ πλήθει ὡπλισμένῳ Πλάτ. Πολ. 551D· ὁπλίζου, καρδία Εὐρ. Μήδ. 1242· μετ’ ἀπαρ., παρασκευάζομαι, τοὶ δ’ ὡπλίζοντο… νέκυάς τ’ ἀγέμειν, ἕτεροι δὲ μεθ’ ὕλην· Ἰλ. Η. 417· βουσφαγεῖν ὡπλίζετο Εὐρ. Ἠλ. 627· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ὁπλίζεσθαι χέρα, [[ὁπλίζω]] τὴν χεῖρά μου, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 926· ([[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 35)· ὁπλίζεσθαι [[θράσος]], [[ὁπλίζω]] ἐμαυτὸν μὲ θάρρος, Σοφ. εἰς Ἠλ. 905· [[συχνάκις]] μετὰ δοτ. τοῦ ὀργάνου, ὁπλιζώμεσθα φασγάνῳ χέρας Εὐρ. Ὀρ. 1223· πρβλ. Φοιν. 267· οὕτω καὶ θύρσοις διὰ χερῶν ὡπλισμέναι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 733. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ὥπλιζον]], <i>f. inus., ao.</i> [[ὥπλισα]], <i>pf. inus., pqp.</i> [[ὡπλίκειν]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ὡπλίσθην]], <i>pf.</i> [[ὥπλισμαι]];<br />appareiller, mettre en état : [[κυκειῶ]] IL préparer le breuvage κυκειών ; ἄμαξαν IL équiper un char ; ἵππους XÉN harnacher des chevaux ; équiper <i>ou</i> appareiller un navire ; munir d’armes, armer : τινά, qqn ; <i>abs.</i> armer pesamment, munir d’armes pesantes (v. [[ὅπλον]]) ; <i>en gén.</i> apprêter, mettre en état;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὁπλίζομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> préparer pour soi : [[δόρπον]] IL préparer son repas ; ἵππους IL atteler pour soi des chevaux ; <i>particul.</i> armer pour soi <i>ou</i> sur soi : τοὺς πεζούς XÉN armer l'infanterie ; [[θράσος]] SOPH s'armer de courage;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> s'armer : τοῖς ὅπλοις XÉN se munir de ses armes;<br /><b>2</b> se parer : [[ὅπλισθεν]] δὲ γυναῖκες OD et les femmes se parèrent (pour la danse);<br /><b>3</b> se préparer à, inf..<br />'''Étymologie:''' [[ὅπλον]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth