3,277,114
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0332.png Seite 332]] τό (ὀπτω, vgl. [[ὀφθαλμός]]), das [[Auge]]; ὑπαὶ δὲ ἴδεσκε, κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας, Il. 3, 217; ὄμματα θέλγειν, in Schlaf bringen, bezaubern, Od. 5, 47; [[ὕπνον]] ἐπ' ὄμμασι χεῦε, ib. 492; ὄμματα καὶ κεφαλὴν [[ἴκελος]] Διΐ, an Augen u. Kopf, Il. 2, 478; πάντ' αὐτῷ μέγεθός τε καὶ ὄμματα κάλ' εἰκυῖα, 23, 66, u. öfter in solchen Vrbdgn, denn die Augen sind der ausdrucksvollste Theil des Gesichts; auch wohl übh. für [[Antlitz]], Gesicht; bei Hom. u. Hes. stets im plur.; ὀξύτατον [[ὄμμα]], Pind. N. 10, 63; ὄμματι [[δέρκομαι]], 7, 66; ἐν ὄμμασι θέσθαι πίστιν, 8, 43, vor Augen stellen; ὁρᾷς [[θέαμα]] δυσθέατον ὄμμασιν, Aesch. Prom. 69; γοργὸν δ' [[ὄμμα]] ἔχων, Spt. 519; μαλθακὸν ὀμμάτων [[βέλος]], Ag. 722, öfter; auch als schmeichelnde Anrede, ὦ τερπνὸν [[ὄμμα]], Ch. 236 (wohin auch ἰδὼν τὸ ἐρωτικὸν [[ὄμμα]] Plat. Phaedr. 253 e zu rechnen); u. geradezu Umschreibung der Person, πατρῴων ὀμμάτων ἐπισκόπους, 124; ch φίλτατ' [[Αἴας]], ὦ ξύναιμον ὄμμ' [[ἐμοί]], Soph. Ai. 955; Eur. Ion 1261. Auch das Köstlichste bezeichnend, [[ὄμμα]] γὰρ πάσης χθονὸς Θησῇδος ἐξίκοιτ' ἄν, Aesch. Eum. 979; er sagt auch übertr. [[ὄμμα]] γὰρ δόμων [[νομίζω]] δεσπότου παρουσίαν, Pers. 165, u. so oft bei Folgdn. – In Prosa überall, τῶν ὀμμάτων στερηθείς, Plat. Phaedr. 243 a; ἀλγεῖν τὰ ὄμματα u. ä. – Κελαινῆς νυκτὸς [[ὄμμα]], der Mond, Aesch. Pers. 420, vgl. ἀστ ερωπὸν [[ὄμμα]] Λητῴας κόρης, frg. 159; [[ὄμμα]] ἀκάματον αἰθέρος, Ar. Nubb. 286; auch λύχνου, Lys. 1. – Selten auch = der [[Anblick]], das Gesehene, ὦ δυσθέατον [[ὄμμα]], Soph. Ai. 983; μή του κηδομένου βροτῶν μηδὲ σύντροφον ὄμμ' ἔχων, Phil. 171; ὡς [[εἶδον]] ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες [[ὄμμα]], El. 891, wo Nichts zu ändern ist; vgl. Trach. 202; [[ὄμμα]] δὸς φίλημά τε, Eur. I. A. 1238. – Übertr., das Licht Bringende, Freude u. Trost Gewährende, ὡς ἄελπτον ὄμμ' ἐμοὶ φήμης ἀνασχόν, Soph. Trach. 202, das Aufleuchten einer solchen frohen Botschaft. – Sp. auch von Augen der Pflanzen, Phot. u. Schol. Ar. Equ. 552. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0332.png Seite 332]] τό (ὀπτω, vgl. [[ὀφθαλμός]]), das [[Auge]]; ὑπαὶ δὲ ἴδεσκε, κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας, Il. 3, 217; ὄμματα θέλγειν, in Schlaf bringen, bezaubern, Od. 5, 47; [[ὕπνον]] ἐπ' ὄμμασι χεῦε, ib. 492; ὄμματα καὶ κεφαλὴν [[ἴκελος]] Διΐ, an Augen u. Kopf, Il. 2, 478; πάντ' αὐτῷ μέγεθός τε καὶ ὄμματα κάλ' εἰκυῖα, 23, 66, u. öfter in solchen Vrbdgn, denn die Augen sind der ausdrucksvollste Theil des Gesichts; auch wohl übh. für [[Antlitz]], Gesicht; bei Hom. u. Hes. stets im plur.; ὀξύτατον [[ὄμμα]], Pind. N. 10, 63; ὄμματι [[δέρκομαι]], 7, 66; ἐν ὄμμασι θέσθαι πίστιν, 8, 43, vor Augen stellen; ὁρᾷς [[θέαμα]] δυσθέατον ὄμμασιν, Aesch. Prom. 69; γοργὸν δ' [[ὄμμα]] ἔχων, Spt. 519; μαλθακὸν ὀμμάτων [[βέλος]], Ag. 722, öfter; auch als schmeichelnde Anrede, ὦ τερπνὸν [[ὄμμα]], Ch. 236 (wohin auch ἰδὼν τὸ ἐρωτικὸν [[ὄμμα]] Plat. Phaedr. 253 e zu rechnen); u. geradezu Umschreibung der Person, πατρῴων ὀμμάτων ἐπισκόπους, 124; ch φίλτατ' [[Αἴας]], ὦ ξύναιμον ὄμμ' [[ἐμοί]], Soph. Ai. 955; Eur. Ion 1261. Auch das Köstlichste bezeichnend, [[ὄμμα]] γὰρ πάσης χθονὸς Θησῇδος ἐξίκοιτ' ἄν, Aesch. Eum. 979; er sagt auch übertr. [[ὄμμα]] γὰρ δόμων [[νομίζω]] δεσπότου παρουσίαν, Pers. 165, u. so oft bei Folgdn. – In Prosa überall, τῶν ὀμμάτων στερηθείς, Plat. Phaedr. 243 a; ἀλγεῖν τὰ ὄμματα u. ä. – Κελαινῆς νυκτὸς [[ὄμμα]], der Mond, Aesch. Pers. 420, vgl. ἀστ ερωπὸν [[ὄμμα]] Λητῴας κόρης, frg. 159; [[ὄμμα]] ἀκάματον αἰθέρος, Ar. Nubb. 286; auch λύχνου, Lys. 1. – Selten auch = der [[Anblick]], das Gesehene, ὦ δυσθέατον [[ὄμμα]], Soph. Ai. 983; μή του κηδομένου βροτῶν μηδὲ σύντροφον ὄμμ' ἔχων, Phil. 171; ὡς [[εἶδον]] ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες [[ὄμμα]], El. 891, wo Nichts zu ändern ist; vgl. Trach. 202; [[ὄμμα]] δὸς φίλημά τε, Eur. I. A. 1238. – Übertr., das Licht Bringende, Freude u. Trost Gewährende, ὡς ἄελπτον ὄμμ' ἐμοὶ φήμης ἀνασχόν, Soph. Trach. 202, das Aufleuchten einer solchen frohen Botschaft. – Sp. auch von Augen der Pflanzen, Phot. u. Schol. Ar. Equ. 552. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ὄμματος (τό) :<br /><b>1</b> œil, regard : κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας IL ayant fixé ses yeux à terre ; ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα SOPH regarder qqn droit, <i>càd</i> avec assurance ; πρὸ ὀμμάτων ποιεῖν ARSTT mettre devant les yeux ; <i>p. anal.</i> νυκτὸς [[ὄμμα]] ESCHL l'œil de la nuit, la lune ; <i>fig.</i> les yeux de l'âme ; <i>p. anal.</i> l'objet précieux, <i>en parl. de <i>pers.</i> (les yeux étant considérés comme la partie la plus précieuse du corps) ; périphr.</i> [[ὄμμα]] νύμφας <i>p.</i> [[νύμφα]] SOPH, [[ὄμμα]] πελείας <i>p.</i> πελεία SOPH;<br /><b>2</b> ce qu’on voit, vue, spectacle, image, vision.<br />'''Étymologie:''' R. Ὀπ, voir ; cf. ἔψομαι, [[ὤψ]], <i>lat.</i> oc-ulus. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄμμα''': τό (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ὄψ Β)· - ὀφθαλμὸς, συχν. παρ’ Ὁμ., κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ κοινὸν ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ (Θουκ. 2. 11, Πλάτ. Τίμ. 45C, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 26)· Ὅμ., ὡς ὁ Ἡσ. χρῆται μόνον τῷ πληθ., κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας Ἰλ. Γ. 217· [[ὕπνον]] ἐπ’ ὄμμασι χεῦε Ὀδ. Ε. 492, κτλ.· - ἀλλ’ ἑνικ. παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 10. 118 καὶ τοῖς Τραγ.: - Φράσεις: ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα, Λατ. rectis oculis aspicere, βλέπειν κατ’ εὐθεῖαν [[πρός]] τινα, «μέσα ’ς τὰ ’μάτια» Σοφ. Ο. Τ. 1385, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 30· [[οὕτως]], ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν Σοφ. Ο. Τ. 528, πρβλ. Bentl. εἰς Ὁρατ. ᾨδ. 1. 3, 18· ἀντίθετον τῷ λοξῷ ὄμματι [[ἰδεῖν]]· - [[ὡσαύτως]], ἐγὼ γὰρ οὐκ οἶδ’ ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ’ ἂν [[προσεῖδον]] εἰς Ἅιδου μολών, [[διότι]] δὲν ἠξεύρω, ἐὰν εἶχα τὰ ’μάτια μου, μὲ τί ’μάτια θὰ ἔβλεπον τὸν πατέραν μου [[κάτω]] εἰς τὸν Ἅιδην, Σοφ. Ο. Τ. 1371, πρβλ. Αἰσχίν. 70. 32 [[οὕτως]], ὁρᾶν τινα ἐν ὄμμασι Σοφ. Τρ. 241· ποῖον [[ὄμμα]] δηλώσω πατρί; ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 462, πρβλ. 977, 1004· τέοισί με χρή ὄμμασι ... φαίνεσθαι; Ἡρόδ. 1. 37· - λαμπρὸς [[ὥσπερ]] ὄμματι, ὡς δύναταί τις νὰ κρίνῃ ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ἢ τῆς ἐκφράσεώς του, Σοφ. Ο. Τ. 81· - ἄλλοσ’ [[ὄμμα]], θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 272· [[ὄμμα]] [[προσέχω]], δίδω προσοχήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 931· - καὶ γὰρ οὐκ ἐβούλετο ... ἐς σὸν ἐλθεῖν [[ὄμμα]], νὰ παρουσιασθῇ ἐμπρός σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 887· κατ’ ὄμματα, ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Σοφ. Ἀντ. 760· ἐλθεῖν κατ’ [[ὄμμα]], [[πρόσωπον]] πρὸς [[πρόσωπον]], κατὰ [[πρόσωπον]], Εὐρ. Ἀνδρ. 1064· κατ’ [[ὄμμα]] στὰς προσεύχεται θεῷ, στὰς ἐνώπιον τοῦ ἀγάλματος τοῦ θεοῦ προσηύχετο αὐτῷ, [[αὐτόθι]] 1117· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[νύκτωρ]], ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 469· - κρατιστεύων κατ’ [[ὄμμα]], κατὰ τὴν δύναμιν τοῦ ὁρᾶν, Σοφ. Τρ. 102, πρβλ. 379· - ἀπ’ ὄμματος [[ἰδεῖν]], [[ἰδεῖν]] διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 210· [[πεύθομαι]] δ’ ἀπ’ ὀμμάτων νόστον ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 988· ὡς ἀπ’ ὀμμάτων (δηλ. εἰκάσαι), «ὡς ἔστιν ἐκ προόψεως τεκμήρασθαι» (Σχόλ.), Λατ. exebtutu, Σοφ. Ο. Κ. 15, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 216· - ἐν ὄμμασι, Λατ. in oculis, πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 601, Θουκ. 2. 11· - οὕτω, παρ’ [[ὄμμα]], εἰ δ’ ἦν παρ’ [[ὄμμα]] [[θάνατος]] Εὐρ. Ἱκέτ. 484· - ἐξ ὀμμάτων, μακρὰν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 743· πρὸ ὀμμάτων τίθεσθαι, ποιεῖν Ἀριστ. Ποιητ. 17. 1, Ρητ. 2. 8, 14. 2) μεταφορ., τὸ τῆς ψυχῆς [[ὄμμα]] Πλάτ. Πολ. 533D, πρβλ. 519Β. ΙΙ. ὅ, τι τις βλέπει, [[θέαμα]], ὦ δυσθέατον [[ὄμμα]] Σοφ. Αἴ. 1004· ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ ξύνηθες [[ὄμμα]] Ἠλ. 903· τὸ ἐρωτικὸν [[ὄμμα]] Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε. ΙΙΙ. ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ οὐρανοῦ, δηλ. ὁ [[ἥλιος]], [[ὄμμα]] αἰθέρος Ἀριστοφ. Νεφέλ. 286, πρβλ. Σοφ. Τρ. 101, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 194· - [[οὕτως]], [[ὄμμα]] νυκτός, ἠδύνατο νὰ σημαίνῃ τὴν σελήνην, ἀλλ’ ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 4228, ἕως... νυκτὸς ὄμμ’ ἀφείλετο (δηλ. τὴν μάχην, πρβλ. Θουκ. 4. 134), φαίνεται ὅτι σχηματίζει περίφρασιν σημαίνουσαν τὴν νύκτα (ἴδε κατωτ. V), οὕτω καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ι. Τ. 110, [[ὅταν]] δὲ ὄμ. λυγαίας μόλῃ, πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ὡς σημαῖνον τὴν σκοτεινὴν νύκτα· πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Θεσπρωτοῖς» 1, νυκτὸς [[ὄμμα]] τῆς μελαμπέπλου πρβλ. ὀφθαλμὸς ΙΙΙ, [[βλέφαρον]] ΙΙ. ΙV. [[καθόλου]], φῶς· [[ἐντεῦθεν]] μεταφορ., ὅ,τι φέρει φῶς, [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς Τραγ.· [[ὄμμα]] ξείνοισι, φῶς εἰς τοὺς ξένους, Πινδ. Π. 5. 76· [[ὄμμα]] δόμων [[νομίζω]] δεσπότου παρουσίαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 169· ἄελπτον ὄμμ’ ἐμοὶ φήμης ἀνασχὸν τῆσδε Σοφ. Τρ. 204. 2) κατὰ φυσικὴν μεταφοράν, πᾶν τὸ ἀγαπητὸν ἢ πολύτιμον ὡς ἡ [[κόρη]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, [[ὄμμα]] γὰρ πάσης χθονὸς ... ἐξίκοιτ’ ἂν Αἰσχύλ. Εὐμ. 1025, πρβλ. Πέρσ. 169· ἴδε ὀφθαλμὸς IV, [[φάος]] ΙΙ. V. ὡς [[περίφρασις]] δηλοῦσα ἐκ τοῦ μέρους τὸ ὅλον, ὡς τὸ [[κάρα]], [[ὄμμα]] πελείας, ἀντὶ τοῦ [[πέλεια]], Σοφ. Αἴ. 140· [[ὄμμα]] νύμφας, ἀντὶ [[νύμφα]], ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 527 ξύναιμον [[ὄμμα]], ἀντὶ ξυναίμων, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 977· ὦ ταυρόμορφον [[ὄμμα]] Κηφισοῦ, ἀντὶ ὦ ταυρόμορφε Κηφισέ, Εὐρ. Ἴων. 1261· ἴδε ἀνωτ. ΙΙΙ καὶ πρβλ. [[ὄνομα]] IV. - Περὶ τῶν συνθέτων ἐκ τοῦ [[ὄμμα]] ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 489-490. | |lstext='''ὄμμα''': τό (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ὄψ Β)· - ὀφθαλμὸς, συχν. παρ’ Ὁμ., κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ κοινὸν ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ (Θουκ. 2. 11, Πλάτ. Τίμ. 45C, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 26)· Ὅμ., ὡς ὁ Ἡσ. χρῆται μόνον τῷ πληθ., κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας Ἰλ. Γ. 217· [[ὕπνον]] ἐπ’ ὄμμασι χεῦε Ὀδ. Ε. 492, κτλ.· - ἀλλ’ ἑνικ. παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 10. 118 καὶ τοῖς Τραγ.: - Φράσεις: ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα, Λατ. rectis oculis aspicere, βλέπειν κατ’ εὐθεῖαν [[πρός]] τινα, «μέσα ’ς τὰ ’μάτια» Σοφ. Ο. Τ. 1385, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 30· [[οὕτως]], ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν Σοφ. Ο. Τ. 528, πρβλ. Bentl. εἰς Ὁρατ. ᾨδ. 1. 3, 18· ἀντίθετον τῷ λοξῷ ὄμματι [[ἰδεῖν]]· - [[ὡσαύτως]], ἐγὼ γὰρ οὐκ οἶδ’ ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ’ ἂν [[προσεῖδον]] εἰς Ἅιδου μολών, [[διότι]] δὲν ἠξεύρω, ἐὰν εἶχα τὰ ’μάτια μου, μὲ τί ’μάτια θὰ ἔβλεπον τὸν πατέραν μου [[κάτω]] εἰς τὸν Ἅιδην, Σοφ. Ο. Τ. 1371, πρβλ. Αἰσχίν. 70. 32 [[οὕτως]], ὁρᾶν τινα ἐν ὄμμασι Σοφ. Τρ. 241· ποῖον [[ὄμμα]] δηλώσω πατρί; ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 462, πρβλ. 977, 1004· τέοισί με χρή ὄμμασι ... φαίνεσθαι; Ἡρόδ. 1. 37· - λαμπρὸς [[ὥσπερ]] ὄμματι, ὡς δύναταί τις νὰ κρίνῃ ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ἢ τῆς ἐκφράσεώς του, Σοφ. Ο. Τ. 81· - ἄλλοσ’ [[ὄμμα]], θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 272· [[ὄμμα]] [[προσέχω]], δίδω προσοχήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 931· - καὶ γὰρ οὐκ ἐβούλετο ... ἐς σὸν ἐλθεῖν [[ὄμμα]], νὰ παρουσιασθῇ ἐμπρός σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 887· κατ’ ὄμματα, ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Σοφ. Ἀντ. 760· ἐλθεῖν κατ’ [[ὄμμα]], [[πρόσωπον]] πρὸς [[πρόσωπον]], κατὰ [[πρόσωπον]], Εὐρ. Ἀνδρ. 1064· κατ’ [[ὄμμα]] στὰς προσεύχεται θεῷ, στὰς ἐνώπιον τοῦ ἀγάλματος τοῦ θεοῦ προσηύχετο αὐτῷ, [[αὐτόθι]] 1117· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[νύκτωρ]], ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 469· - κρατιστεύων κατ’ [[ὄμμα]], κατὰ τὴν δύναμιν τοῦ ὁρᾶν, Σοφ. Τρ. 102, πρβλ. 379· - ἀπ’ ὄμματος [[ἰδεῖν]], [[ἰδεῖν]] διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 210· [[πεύθομαι]] δ’ ἀπ’ ὀμμάτων νόστον ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 988· ὡς ἀπ’ ὀμμάτων (δηλ. εἰκάσαι), «ὡς ἔστιν ἐκ προόψεως τεκμήρασθαι» (Σχόλ.), Λατ. exebtutu, Σοφ. Ο. Κ. 15, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 216· - ἐν ὄμμασι, Λατ. in oculis, πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 601, Θουκ. 2. 11· - οὕτω, παρ’ [[ὄμμα]], εἰ δ’ ἦν παρ’ [[ὄμμα]] [[θάνατος]] Εὐρ. Ἱκέτ. 484· - ἐξ ὀμμάτων, μακρὰν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 743· πρὸ ὀμμάτων τίθεσθαι, ποιεῖν Ἀριστ. Ποιητ. 17. 1, Ρητ. 2. 8, 14. 2) μεταφορ., τὸ τῆς ψυχῆς [[ὄμμα]] Πλάτ. Πολ. 533D, πρβλ. 519Β. ΙΙ. ὅ, τι τις βλέπει, [[θέαμα]], ὦ δυσθέατον [[ὄμμα]] Σοφ. Αἴ. 1004· ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ ξύνηθες [[ὄμμα]] Ἠλ. 903· τὸ ἐρωτικὸν [[ὄμμα]] Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε. ΙΙΙ. ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ οὐρανοῦ, δηλ. ὁ [[ἥλιος]], [[ὄμμα]] αἰθέρος Ἀριστοφ. Νεφέλ. 286, πρβλ. Σοφ. Τρ. 101, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 194· - [[οὕτως]], [[ὄμμα]] νυκτός, ἠδύνατο νὰ σημαίνῃ τὴν σελήνην, ἀλλ’ ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 4228, ἕως... νυκτὸς ὄμμ’ ἀφείλετο (δηλ. τὴν μάχην, πρβλ. Θουκ. 4. 134), φαίνεται ὅτι σχηματίζει περίφρασιν σημαίνουσαν τὴν νύκτα (ἴδε κατωτ. V), οὕτω καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ι. Τ. 110, [[ὅταν]] δὲ ὄμ. λυγαίας μόλῃ, πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ὡς σημαῖνον τὴν σκοτεινὴν νύκτα· πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Θεσπρωτοῖς» 1, νυκτὸς [[ὄμμα]] τῆς μελαμπέπλου πρβλ. ὀφθαλμὸς ΙΙΙ, [[βλέφαρον]] ΙΙ. ΙV. [[καθόλου]], φῶς· [[ἐντεῦθεν]] μεταφορ., ὅ,τι φέρει φῶς, [[μάλιστα]] παρὰ τοῖς Τραγ.· [[ὄμμα]] ξείνοισι, φῶς εἰς τοὺς ξένους, Πινδ. Π. 5. 76· [[ὄμμα]] δόμων [[νομίζω]] δεσπότου παρουσίαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 169· ἄελπτον ὄμμ’ ἐμοὶ φήμης ἀνασχὸν τῆσδε Σοφ. Τρ. 204. 2) κατὰ φυσικὴν μεταφοράν, πᾶν τὸ ἀγαπητὸν ἢ πολύτιμον ὡς ἡ [[κόρη]] τοῦ ὀφθαλμοῦ, [[ὄμμα]] γὰρ πάσης χθονὸς ... ἐξίκοιτ’ ἂν Αἰσχύλ. Εὐμ. 1025, πρβλ. Πέρσ. 169· ἴδε ὀφθαλμὸς IV, [[φάος]] ΙΙ. V. ὡς [[περίφρασις]] δηλοῦσα ἐκ τοῦ μέρους τὸ ὅλον, ὡς τὸ [[κάρα]], [[ὄμμα]] πελείας, ἀντὶ τοῦ [[πέλεια]], Σοφ. Αἴ. 140· [[ὄμμα]] νύμφας, ἀντὶ [[νύμφα]], ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 527 ξύναιμον [[ὄμμα]], ἀντὶ ξυναίμων, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 977· ὦ ταυρόμορφον [[ὄμμα]] Κηφισοῦ, ἀντὶ ὦ ταυρόμορφε Κηφισέ, Εὐρ. Ἴων. 1261· ἴδε ἀνωτ. ΙΙΙ καὶ πρβλ. [[ὄνομα]] IV. - Περὶ τῶν συνθέτων ἐκ τοῦ [[ὄμμα]] ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 489-490. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |