Anonymous

ὄμβρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0330.png Seite 330]] ὁ, [[imber]], [[Regen]], Regenguß, Hom. u. Folgende überall; Διὸς [[ὄμβρος]], Il. 5, 91 u. öfter, wie Pind. I. 4, 55; Ζεὺς ὄμβρον πέμψει, Eur. Troad. 78; [[χειμέριος]], Pind. P. 6, 10, wie Eur. Hel. 1497; Aesch. Ag. 1515; πολλοῖσι δ' ὄμβροις ἡλίου τε καύμασιν, Soph. O. C. 351, vgl. Tr. 145; auch allgemein, [[ὄμβρος]] [[ἱερός]], das Wasser, O. R. 1428; [[οὔτε]] [[νιφετός]], [[οὔτε]] [[ὄμβρος]], [[οὔτε]] [[καῦμα]], Her. 8, 98; plur., 2, 25; ὄμβρου πολλοῦ γενομένου, Plat. Rep. II, 359 d; Folgde; Arist. mund. 4, 6 unterscheidet ihn von [[ὑετός]], [[ὄμβρος]] γίγνεται κατ' ἐκπιεσμὸν νέφους εὖ [[μάλα]] πεπαχυμμένου· ὑετὸν καλοῦμεν ὄμβρον μείζω καὶ συνεχῆ συστρέμματα ἐπὶ γῆς φερόμενα. – Übertr.; [[μέλας]] [[ὄμβρος]] χαλάζης αἱματοῦς, Soph. O. R. 1279; πυρὸς ὄμβροις αἰθόμενος, Opp. Hal. 3, 22, der auch ὄμβρους ἀναγκαίους, Cyn. 4, 443, den Urin nennt; Nonn. braucht es vom Thränenstrom, D. 16, 345. 365. 32, 297, vom Wein, 13, 266. 41, 125, von Oel, 15, 62, vom männlichen Saamen, 25, 115, von Pfeilen, 22, 336, vom Blute, 32, 239; αἵματος, Tryphiod. 20; u. so a. sp. D. häufig übertr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0330.png Seite 330]] ὁ, [[imber]], [[Regen]], Regenguß, Hom. u. Folgende überall; Διὸς [[ὄμβρος]], Il. 5, 91 u. öfter, wie Pind. I. 4, 55; Ζεὺς ὄμβρον πέμψει, Eur. Troad. 78; [[χειμέριος]], Pind. P. 6, 10, wie Eur. Hel. 1497; Aesch. Ag. 1515; πολλοῖσι δ' ὄμβροις ἡλίου τε καύμασιν, Soph. O. C. 351, vgl. Tr. 145; auch allgemein, [[ὄμβρος]] [[ἱερός]], das Wasser, O. R. 1428; [[οὔτε]] [[νιφετός]], [[οὔτε]] [[ὄμβρος]], [[οὔτε]] [[καῦμα]], Her. 8, 98; plur., 2, 25; ὄμβρου πολλοῦ γενομένου, Plat. Rep. II, 359 d; Folgde; Arist. mund. 4, 6 unterscheidet ihn von [[ὑετός]], [[ὄμβρος]] γίγνεται κατ' ἐκπιεσμὸν νέφους εὖ [[μάλα]] πεπαχυμμένου· ὑετὸν καλοῦμεν ὄμβρον μείζω καὶ συνεχῆ συστρέμματα ἐπὶ γῆς φερόμενα. – Übertr.; [[μέλας]] [[ὄμβρος]] χαλάζης αἱματοῦς, Soph. O. R. 1279; πυρὸς ὄμβροις αἰθόμενος, Opp. Hal. 3, 22, der auch ὄμβρους ἀναγκαίους, Cyn. 4, 443, den Urin nennt; Nonn. braucht es vom Thränenstrom, D. 16, 345. 365. 32, 297, vom Wein, 13, 266. 41, 125, von Oel, 15, 62, vom männlichen Saamen, 25, 115, von Pfeilen, 22, 336, vom Blute, 32, 239; αἵματος, Tryphiod. 20; u. so a. sp. D. häufig übertr.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pluie d'orage ; <i>p. ext.</i> pluie ; <i>fig.</i> pluie de grêle, de sang, <i>etc.</i><br /><b>2</b> eau <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> imber.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄμβρος''': ὁ, [[βροχή]], καταφορὰ ὑετοῦ, [[θύελλα]] μετὰ βροχῆς, [[καταιγίς]], ἣν πέμπει ὁ Ζεύς, ὅτ’ ἐπιβρίσῃ Διὸς ὄ. Ἰλ. Ε. 91· χειμάρρους ... ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ Λ. 493· ὡς δ’ [[ὅταν]] ἀστράπτῃ [[πόσις]] Ἥρης ..., τεύχων ἢ πολὺν ὄμβρον Κ. 6· ὁ [[λάβρος]] Ἡρόδ. 8. 12· διαστελλόμενος ἀπὸ τοῦ ὕετοῦ ἢ τῆς συνήθους βροχῆς, Λατιν. pluvia, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 6· ἄν καὶ [[ἐνίοτε]] φαίνεται ὅτι σημαίνει μόνον ῥαγδαίαν βροχήν, ὡς Ἡρόδ. 8. 98, Σοφ. Τρ. 146, Εὐρ. Τρῳ. 78· ἐν τῷ πληθ., [[θύελλα]] μετὰ βροχῆς, ὄμβροι πολλοὶ καὶ λάβροι Ἡρόδ. 4. 50, πρβλ. 2. 25, Πινδ. Π. 4. 144, Σοφ. Ο. Κ. 350 2) [[καθόλου]], τὸ [[ὕδωρ]] ὡς [[στοιχεῖον]], [[μήτε]] γῆ, μήτ’ [[ὄμβρος]] [[ἱερός]], [[μήτε]] φῶς ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1428, πρβλ. Ἐμπεδ. 354, 360· - ἐν Σοφ. Ἀντ. 952, ἡ [[εἰκασία]] τοῦ Erfurdt [[ὄλβος]] ἐγένετο [[καθόλου]] δεκτή, πρβλ. Βακχυλ. Ἀποσπ. 24 [36]: οὔτ’ [[ὄλβος]] οὔτ’ [[ἄγναμπτος]] Ἄρης. ΙΙ. μεταφορ., [[καταιγίς]], [[θύελλα]], ἐν Διὸς πολυφθόρῳ ὄμβρῳ, ἐπὶ μάχης, Πινδ. Ι. 5 (4). 61· δέδοικα δ’ ὄμβρου κτύπον ... τὸν αἱματηρὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1533 (Λυρ.)· [[μέλας]] [[ὄμβρος]] χάλαζά θ’ αἱματοῦσσ’ (κατὰ τὸν Πόρσ.), ἢ [[μέλας]] [[ὄμβρος]] χαλάζης αἱματοῦς ([[ὅπερ]] [[μᾶλλον]] προσεγγίζει τοῖς Ἀντιγράφοις) Σοφ. Ο. Τ. 1279, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· ὄμβρῳ δακρυόεντι Νόνν. Δ. 16. 315· πυρὸς ὄμβροι Ὀππ. Ἁλ. 3. 22· ὄμβροι ἀναγκαῖοι, τὰ οὖρα, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4. 439 ἡδὺς [[ὄμβρος]] ἀοιδῆς Ἀνθ. Π. 9. 364. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. abhr-am ([[nubes]]), amb-u, amb-has (aqua)· Λατιν. [[imber]]· - [[ἀφρός]], [[ἴσως]] [[εἶναι]] συγγενές).
|lstext='''ὄμβρος''': ὁ, [[βροχή]], καταφορὰ ὑετοῦ, [[θύελλα]] μετὰ βροχῆς, [[καταιγίς]], ἣν πέμπει ὁ Ζεύς, ὅτ’ ἐπιβρίσῃ Διὸς ὄ. Ἰλ. Ε. 91· χειμάρρους ... ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ Λ. 493· ὡς δ’ [[ὅταν]] ἀστράπτῃ [[πόσις]] Ἥρης ..., τεύχων ἢ πολὺν ὄμβρον Κ. 6· ὁ [[λάβρος]] Ἡρόδ. 8. 12· διαστελλόμενος ἀπὸ τοῦ ὕετοῦ ἢ τῆς συνήθους βροχῆς, Λατιν. pluvia, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 6· ἄν καὶ [[ἐνίοτε]] φαίνεται ὅτι σημαίνει μόνον ῥαγδαίαν βροχήν, ὡς Ἡρόδ. 8. 98, Σοφ. Τρ. 146, Εὐρ. Τρῳ. 78· ἐν τῷ πληθ., [[θύελλα]] μετὰ βροχῆς, ὄμβροι πολλοὶ καὶ λάβροι Ἡρόδ. 4. 50, πρβλ. 2. 25, Πινδ. Π. 4. 144, Σοφ. Ο. Κ. 350 2) [[καθόλου]], τὸ [[ὕδωρ]] ὡς [[στοιχεῖον]], [[μήτε]] γῆ, μήτ’ [[ὄμβρος]] [[ἱερός]], [[μήτε]] φῶς ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1428, πρβλ. Ἐμπεδ. 354, 360· - ἐν Σοφ. Ἀντ. 952, ἡ [[εἰκασία]] τοῦ Erfurdt [[ὄλβος]] ἐγένετο [[καθόλου]] δεκτή, πρβλ. Βακχυλ. Ἀποσπ. 24 [36]: οὔτ’ [[ὄλβος]] οὔτ’ [[ἄγναμπτος]] Ἄρης. ΙΙ. μεταφορ., [[καταιγίς]], [[θύελλα]], ἐν Διὸς πολυφθόρῳ ὄμβρῳ, ἐπὶ μάχης, Πινδ. Ι. 5 (4). 61· δέδοικα δ’ ὄμβρου κτύπον ... τὸν αἱματηρὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1533 (Λυρ.)· [[μέλας]] [[ὄμβρος]] χάλαζά θ’ αἱματοῦσσ’ (κατὰ τὸν Πόρσ.), ἢ [[μέλας]] [[ὄμβρος]] χαλάζης αἱματοῦς ([[ὅπερ]] [[μᾶλλον]] προσεγγίζει τοῖς Ἀντιγράφοις) Σοφ. Ο. Τ. 1279, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· ὄμβρῳ δακρυόεντι Νόνν. Δ. 16. 315· πυρὸς ὄμβροι Ὀππ. Ἁλ. 3. 22· ὄμβροι ἀναγκαῖοι, τὰ οὖρα, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4. 439 ἡδὺς [[ὄμβρος]] ἀοιδῆς Ἀνθ. Π. 9. 364. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. abhr-am ([[nubes]]), amb-u, amb-has (aqua)· Λατιν. [[imber]]· - [[ἀφρός]], [[ἴσως]] [[εἶναι]] συγγενές).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pluie d'orage ; <i>p. ext.</i> pluie ; <i>fig.</i> pluie de grêle, de sang, <i>etc.</i><br /><b>2</b> eau <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> imber.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth