Anonymous

ὁμηλικία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> \w+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0330.png Seite 330]] ἡ, das gleiche Alter; bes. collectiv, die Menschen von gleichem Alter, gleicher Jugend, die Gespielen, πᾶσαν γὰρ ὁμηλικίην [[ἐκέκαστο]] κάλλεϊ καὶ ἔργοισιν, Il. 13, 431; λιποῦσα ὁμηλικίην ἐρατεινήν, 3, 175; vgl. 5, 326 Od. 2, 158; auch von Einzelnen, ὁμηλικίη δ' ἐμοὶ αὐτῷ, mit mir gleichaltrig, 3, 49. 6, 23. 22, 209, was man fälschlich als fem. von einem nicht vorkommenden ὁμηλίκιος genommen hat; εἰ γὰρ ὁμηλικίη τε γενοίμεθα τῷδ' ἐπὶ θυμῷ, wenn wir bei dieser Gesinnung gleichaltrig wären, Il. 13, 485; Theogn. 1018.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0330.png Seite 330]] ἡ, das gleiche Alter; bes. collectiv, die Menschen von gleichem Alter, gleicher Jugend, die Gespielen, πᾶσαν γὰρ ὁμηλικίην [[ἐκέκαστο]] κάλλεϊ καὶ ἔργοισιν, Il. 13, 431; λιποῦσα ὁμηλικίην ἐρατεινήν, 3, 175; vgl. 5, 326 Od. 2, 158; auch von Einzelnen, ὁμηλικίη δ' ἐμοὶ αὐτῷ, mit mir gleichaltrig, 3, 49. 6, 23. 22, 209, was man fälschlich als fem. von einem nicht vorkommenden ὁμηλίκιος genommen hat; εἰ γὰρ ὁμηλικίη τε γενοίμεθα τῷδ' ἐπὶ θυμῷ, wenn wir bei dieser Gesinnung gleichaltrig wären, Il. 13, 485; Theogn. 1018.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> égalité d’âge;<br /><b>2</b> <i>collect.</i> ceux du même âge, les contemporains ; <i>p. ext., au sg.</i> contemporain de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμῆλιξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμηλῐκία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ταυτότης ἡλικίας, [[μάλιστα]] ἐπὶ νέων τὴν ἡλικίαν ἀνθρώπων· καὶ ὡς περιληπτικόν, οἱ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχοντες, ὁμήλικοι, φίλοι, «σύντροφοι», ὁμηλικίην ἐρατεινὴν Ἰλ. Γ. 175· ὃν περὶ πάσης τῖεν ὁμηλικίης Ε. 326, πρβλ. Θέογν. 1018· περὶ τοῦ ὁμηλικίην [[ἐκέκαστο]] ἐν Ὀδ. Β. 158, ἴδε ἐν λ. [[καίνυμαι]]. ΙΙ. λεγόμενον πρὸς γυναῖκα, = [[ὁμῆλιξ]], τῆς αὐτῆς ἡλικίας, ὁμηλικίη δέ μοι αὐτῷ Ὀδ. Γ. 49· ὁμ. δέ μοί ἐσσι Χ. 209.
|lstext='''ὁμηλῐκία''': Ἰων. -ίη, ἡ, ταυτότης ἡλικίας, [[μάλιστα]] ἐπὶ νέων τὴν ἡλικίαν ἀνθρώπων· καὶ ὡς περιληπτικόν, οἱ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἔχοντες, ὁμήλικοι, φίλοι, «σύντροφοι», ὁμηλικίην ἐρατεινὴν Ἰλ. Γ. 175· ὃν περὶ πάσης τῖεν ὁμηλικίης Ε. 326, πρβλ. Θέογν. 1018· περὶ τοῦ ὁμηλικίην [[ἐκέκαστο]] ἐν Ὀδ. Β. 158, ἴδε ἐν λ. [[καίνυμαι]]. ΙΙ. λεγόμενον πρὸς γυναῖκα, = [[ὁμῆλιξ]], τῆς αὐτῆς ἡλικίας, ὁμηλικίη δέ μοι αὐτῷ Ὀδ. Γ. 49· ὁμ. δέ μοί ἐσσι Χ. 209.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> égalité d’âge;<br /><b>2</b> <i>collect.</i> ceux du même âge, les contemporains ; <i>p. ext., au sg.</i> contemporain de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμῆλιξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml