Anonymous

ὁρκόω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0379.png Seite 379]] Einen schwören lassen, vereidigen (wie das spätere [[ὁρκίζω]]); Ar. Thesm. 276; auch ὅρκον ὁρκοῦν τινα, Lys. 187; Thuc. 4, 74; ὥρκωσαν τοὺς στρατιώτας τοὺς μεγίστους ὅρκους, 8, 75; öfter bei den Rednern, Lys. 20, 26 Is. 5, 33; auch Xen. Hell. 6, 5, 3 u. A.; εἴς τινα, Plut. Galb. 10. – Pass. ὁρκοῦσθαι, vereidigt werden, schwören, Polemo bei Macrob. 5, 19. – Adj. verb. [[ὁρκωτός]], vereidigt, Antiph. 6, 14 u. andere Redner.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0379.png Seite 379]] Einen schwören lassen, vereidigen (wie das spätere [[ὁρκίζω]]); Ar. Thesm. 276; auch ὅρκον ὁρκοῦν τινα, Lys. 187; Thuc. 4, 74; ὥρκωσαν τοὺς στρατιώτας τοὺς μεγίστους ὅρκους, 8, 75; öfter bei den Rednern, Lys. 20, 26 Is. 5, 33; auch Xen. Hell. 6, 5, 3 u. A.; εἴς τινα, Plut. Galb. 10. – Pass. ὁρκοῦσθαι, vereidigt werden, schwören, Polemo bei Macrob. 5, 19. – Adj. verb. [[ὁρκωτός]], vereidigt, Antiph. 6, 14 u. andere Redner.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire prêter serment : τινά <i>ou</i> ὅρκον ὁρκοῦν τινα THC à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὅρκος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁρκόω''': [[κάμνω]] ἢ ὑποχρεώνω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 276, Λυσίας 160. 20· ἑπομ. ἀπαρεμφ. μέλλ., ὁρκοῦν τινα πίστεσιν μεγάλαις μηδὲν μνησικακήσειν Θουκ. 4. 74· ὁρκ. τινὰ ἦ μὴν ἐμμενεῖν Ἰσαῖ. 54. 17· ὁρκ. τινας εἴς τινα Πλουτ. Γάλβας 10· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., τοὺς μεγίστους ὅρκους ὁρκ. τινας Θουκ. 8. 75, Ἀριστοφ. Λυσ. 187. ― Παθ., δεσμεύομαι δι’ ὅρκου, Πτολεμ. παρὰ Μακροβ. 5. 19· πρβλ. [[ὁρκίζω]].
|lstext='''ὁρκόω''': [[κάμνω]] ἢ ὑποχρεώνω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 276, Λυσίας 160. 20· ἑπομ. ἀπαρεμφ. μέλλ., ὁρκοῦν τινα πίστεσιν μεγάλαις μηδὲν μνησικακήσειν Θουκ. 4. 74· ὁρκ. τινὰ ἦ μὴν ἐμμενεῖν Ἰσαῖ. 54. 17· ὁρκ. τινας εἴς τινα Πλουτ. Γάλβας 10· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., τοὺς μεγίστους ὅρκους ὁρκ. τινας Θουκ. 8. 75, Ἀριστοφ. Λυσ. 187. ― Παθ., δεσμεύομαι δι’ ὅρκου, Πτολεμ. παρὰ Μακροβ. 5. 19· πρβλ. [[ὁρκίζω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire prêter serment : τινά <i>ou</i> ὅρκον ὁρκοῦν τινα THC à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὅρκος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm