3,273,287
edits
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0379.png Seite 379]] ὁ (eigtl. = [[ἕρκος]], also die Schranke, durch die man gehalten ist, Etwas zu thun, vgl. [[ὁρκάνη]], ὁρκοῦρος), eigtl. der Gegenstand, bei dem man einen Eid schwört, durch den man sich bindet, der Zeuge des Eides, welcher bei den Göttern das Wasser der Styx ist, Στυγὸς [[ὕδωρ]], ὅςτε [[μέγιστος]] [[ὅρκος]] δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσιν, Il. 15, 38, vgl. 2, 755; Hes. Th. 400. 785; ὁ δέ τοι [[μέγας]] ἔσσεται [[ὅρκος]], Il. 1, 239; u. so ist auch ursprünglich ἐπὶ δ' ὅρκον ὄμοσσεν, 23, 42, zu nehmen, was aber den Übergang zu der Bdtg [[Eid]], [[Schwur]] macht, νῦν μοι ὄμοσσον καρτερὸν ὅρκον, 19, 108, ὀμνυέτω δέ τοι ὅρκον, 175, öfter; θεῶν μέγαν ὅρκον ἀπώμνυ, einen großen Eid bei den Göttern leistete sie, Od. 2, 377, vgl. 10, 299; auch Τρωσὶν δ' αὖ [[μετόπισθε]] γερούσιον ὅρκον ἕλωμαι, ich werde ihnen einen Eid abnehmen, Il. 22, 119, wie [[ἐμεῦ]] δ' ἕλετο μέγαν ὅρκον, Od. 4, 746; oft in der Vrbdg ὤμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον, z. B. 5, 184, was auch eigtl. ist = schwören und den Gegenstand, bei dem man schwört, nennen und ihn zu einem bindenden machen; ὃς ἀνθρώπους [[ἐκέκαστο]] κλεπτοσύνῃ θ' ὅρκῳ τε, Od. 19, 396, geschickt im Gebrauche des Eides; καρτερὸς [[ὅρκος]] [[ἄμμιν]] [[μάρτυς]] ἔστω, Pind. P. 4, 167; θεῶν ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν, Ol. 7, 65; ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον, N. 11, 24, bei meinem Eide; ὀμώμοται γὰρ [[ὅρκος]] ἐκ θεῶν [[μέγας]], Aesch. Ag. 1257; ὅρκον αἰδεῖσθαι, Eum. 650; τόνδ' ὅρκον αἰδεσθεὶς θεῶν, Soph. O. R. 647; ἁλίσκεται χὠ δεινὸς [[ὅρκος]], er wird überführt, als Meineid erkannt werden, Ai. 635; δι' ὅρκων [[καίπερ]] ὢν [[ἀπώμοτος]], Ant. 390; ὅρκῳ ἐμμένειν, dem Eide treu bleiben, Eur. Med. 754; ὅρκον δότω μοι, er soll mir einen Eid leisten, I. T. 735, wie ὅρκους παρασχών Hipp. 1037 u. sonst oft; Ar. Ach. 249; ὅρκον ὁρκοῦν τινα, Lys. 187; in Prosa, σφίσι αὐτῇσι ὅρκους ἐπήλασαν, Her. 1, 146, vgl. 6, 62; ὅρκους προσάγειν τινί, einen Eid zuschieben, auflegen, 6, 74; ὅρκοις καταλαμβάνειν τινά, Thuc. 1, 91. 4, 86; δοῦναί τινι, leisten, Plat. Legg. XII, 948 c; vgl. δέχεσθαί τε ὅρκους παρ' [[ἀλλήλων]] καὶ διδόναι, ib. 949 b, wie Xen. Hell. 1, 3, 10; κατὰ ὅρκους ἢ κατὰ τὰς ἄλλας ὁμολογίας, Plat. Rep. IV, 443 a; σὺν θεῶν ὅρκῳ [[λέγω]], Xen. Cyr. 2, 3, 12; ὅρκον διδόναι, δέξασθαι auch Dem. 33, 13, λύειν ib. 14; Folgde; ὅρκον ἐπάγειν τῷ λόγῳ, Luc. Scyth. 11; ὅρκον ἐντιθέναι συγγράμματι, q. hist. scr. 14; a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0379.png Seite 379]] ὁ (eigtl. = [[ἕρκος]], also die Schranke, durch die man gehalten ist, Etwas zu thun, vgl. [[ὁρκάνη]], ὁρκοῦρος), eigtl. der Gegenstand, bei dem man einen Eid schwört, durch den man sich bindet, der Zeuge des Eides, welcher bei den Göttern das Wasser der Styx ist, Στυγὸς [[ὕδωρ]], ὅςτε [[μέγιστος]] [[ὅρκος]] δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσιν, Il. 15, 38, vgl. 2, 755; Hes. Th. 400. 785; ὁ δέ τοι [[μέγας]] ἔσσεται [[ὅρκος]], Il. 1, 239; u. so ist auch ursprünglich ἐπὶ δ' ὅρκον ὄμοσσεν, 23, 42, zu nehmen, was aber den Übergang zu der Bdtg [[Eid]], [[Schwur]] macht, νῦν μοι ὄμοσσον καρτερὸν ὅρκον, 19, 108, ὀμνυέτω δέ τοι ὅρκον, 175, öfter; θεῶν μέγαν ὅρκον ἀπώμνυ, einen großen Eid bei den Göttern leistete sie, Od. 2, 377, vgl. 10, 299; auch Τρωσὶν δ' αὖ [[μετόπισθε]] γερούσιον ὅρκον ἕλωμαι, ich werde ihnen einen Eid abnehmen, Il. 22, 119, wie [[ἐμεῦ]] δ' ἕλετο μέγαν ὅρκον, Od. 4, 746; oft in der Vrbdg ὤμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον, z. B. 5, 184, was auch eigtl. ist = schwören und den Gegenstand, bei dem man schwört, nennen und ihn zu einem bindenden machen; ὃς ἀνθρώπους [[ἐκέκαστο]] κλεπτοσύνῃ θ' ὅρκῳ τε, Od. 19, 396, geschickt im Gebrauche des Eides; καρτερὸς [[ὅρκος]] [[ἄμμιν]] [[μάρτυς]] ἔστω, Pind. P. 4, 167; θεῶν ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν, Ol. 7, 65; ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον, N. 11, 24, bei meinem Eide; ὀμώμοται γὰρ [[ὅρκος]] ἐκ θεῶν [[μέγας]], Aesch. Ag. 1257; ὅρκον αἰδεῖσθαι, Eum. 650; τόνδ' ὅρκον αἰδεσθεὶς θεῶν, Soph. O. R. 647; ἁλίσκεται χὠ δεινὸς [[ὅρκος]], er wird überführt, als Meineid erkannt werden, Ai. 635; δι' ὅρκων [[καίπερ]] ὢν [[ἀπώμοτος]], Ant. 390; ὅρκῳ ἐμμένειν, dem Eide treu bleiben, Eur. Med. 754; ὅρκον δότω μοι, er soll mir einen Eid leisten, I. T. 735, wie ὅρκους παρασχών Hipp. 1037 u. sonst oft; Ar. Ach. 249; ὅρκον ὁρκοῦν τινα, Lys. 187; in Prosa, σφίσι αὐτῇσι ὅρκους ἐπήλασαν, Her. 1, 146, vgl. 6, 62; ὅρκους προσάγειν τινί, einen Eid zuschieben, auflegen, 6, 74; ὅρκοις καταλαμβάνειν τινά, Thuc. 1, 91. 4, 86; δοῦναί τινι, leisten, Plat. Legg. XII, 948 c; vgl. δέχεσθαί τε ὅρκους παρ' [[ἀλλήλων]] καὶ διδόναι, ib. 949 b, wie Xen. Hell. 1, 3, 10; κατὰ ὅρκους ἢ κατὰ τὰς ἄλλας ὁμολογίας, Plat. Rep. IV, 443 a; σὺν θεῶν ὅρκῳ [[λέγω]], Xen. Cyr. 2, 3, 12; ὅρκον διδόναι, δέξασθαι auch Dem. 33, 13, λύειν ib. 14; Folgde; ὅρκον ἐπάγειν τῷ λόγῳ, Luc. Scyth. 11; ὅρκον ἐντιθέναι συγγράμματι, q. hist. scr. 14; a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> serment, <i>propr.</i> « ce qui enferme <i>ou</i> contraint » : [[ὅρκος]] [[θεῶν]] OD serment par les dieux ; σὺν ὅρκῳ OD, XÉN, ὅρκοις ESCHL par serment ; παρὰ τοὺς ὅρκους XÉN contrairement aux serments;<br /><b>2</b> témoin d’un serment, dieu par lequel on jure.<br />'''Étymologie:''' R.Ἑρκ, enfermer ; v. ἕρκω. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὅρκος''': ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.) τὸ εἰς ὃ ὁρκίζεταί τις [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], ὃ ἐπικαλεῖται ὁρκιζόμενος, ὡς ἡ Στὺξ παρὰ τοῖς θεοῖς, Στυγὸς [[ὕδωρ]], ὅς τε μέγιστος [[ὅρκος]] ... πέλει μακάρεσσι θεοῖσι Ἰλ. Ο. 38, Ὀδ. Ε. 185, πρβλ. Ἰλ. Β. 755, Ξ. 271, Ἡσ. Θ. 400, 784, 805, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 260, (Στὺξ [[ὅρκος]] τῶν θεῶν Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 6)˙ ἢ ὡς ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] παρὰ τοῖς θνητοῖς, Πινδ. Π. 4. 297˙ [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων, ὅρκον δ’ ἐνοσφίσθης μέγαν, [[ἅλας]] καὶ τράπεζαν Ἀρχίλ. ε81˙ οἷς ἦν μέγιστος [[ὅρκος]] ... [[κύων]], [[ἔπειτα]] χὴν Κρατῖνος ἐν «Χείρωσιν» 11, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[τετρακτύς]]˙ - (ὁ Buttm., Λεξίλ. ἐν λέξ., ἔχει ἀποδείξῃ ὅτι αὕτη [[εἶναι]] ἡ πρώτη [[σημασία]] τῆς λέξεως)· ― [[ἐντεῦθεν]], 2) [[ὅρκος]] ὡς καὶ νῦν, τὸ πλεῖστον μετὰ τῶν ἐπιθέτων, [[μέγας]], [[καρτερός]], Ὅμηρ., κλ.· [[ὅρκος]] θεῶν, εἰς τὸ [[ὄνομα]] τῶν θεῶν, Ὀδ. Β. 377· [[ὅρκος]] μακάρων Κ. 299, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 647, Εὐρ. Ἱππ. 647 [[ὅρκος]] ἐκ θεῶν [[μέγας]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1290· ὅρκ. κατὰ τῶν... ὀφθαλμῶν Αἰσχίν. 48. 34· ὅρκ. [[πλατύς]], [[ἀκράδαντος]], Ἐμπεδ. 179· ― ὅρκον [[ὀμόσαι]] Ὅμ., κλ.· ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον Ὀδ. Β. 378, κτλ.· ὅρκον ἀπώμνυ [[αὐτόθι]] 377, πρβλ. Κ. 381· ὅρκον ἐπώμνυον Σ. 58 (διάφ. γραφ. ἀπ-), πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 193· κατομνύναι Εὐρ. Ι. Τ. 790· ὅρκον ἐπιορκεῖν, ὀμνύναι ψευδῆ ὅρκον, Αἰσχίν. 16. 20, κτλ.· ὅρκου προστεθέντος Σοφ. Ἀποσπ. 419, πρβλ. Ἠλ. 47· ὅρκους θέσθαι τῷ δαίμονι, εἰς τὸ [[ὄνομα]] θεότητός τινος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1570· ὅρκ. ποιεῖσθαί τινι ὑπέρ τινος Ξεν. Λακ. 15, 7· ὁ [[ὅρκος]] ἐστί τινι, μετ’ ἀπαρ., ὁ [[ὅρκος]] ὁ ἐπιβαλλόμενος... [[εἶναι]] ὅτι..., [[αὐτόθι]]· ὅρκους συνάπτειν Εὐρ. Φοίν. 1241, κτλ. ― ἐπὶ τοῦ προσώπου τοῦ ἀπαιτοῦντος τὸν ὅρκον, ὅρκον ἑλέσθαι τινὸς ἢ τινὶ Ὀδ. Δ. 746, Ἰλ. Χ. 119· ὅρκους ἐπελαύνειν καὶ προσάγειν τινί, ἐπιβάλλειν ὅρκον εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 146., 6. 62· ὅρκον διδόναι καὶ δέξασθαι ὁ αὐτ. 6. 23, Αἰσχύλ. Εὐμ. 429, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 589, Δημ. 995. 26· [[οὕτως]], ὅρκον διδόναι καὶ λαμβάνειν Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 27· ἀποδιδόναι Δημ. 443. 15, Αἰσχίν. 64. 16· ἀπολαμβάνειν, ἐπιβάλλειν ὅρκον, ὁ αὐτ. 59. 11., 233. 24· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ὅρκον [[δίδωμι]], [[προτείνω]] ὅρκον ― ἐπὶ ἑκατέρου μέρους, [[ὅθεν]] [[καθόλου]], προσφέρομαι νὰ ὁρκισθῶ, Εὐρ. Ἱκέτ. 1232, πρβλ. Ι. Τ. 747· ὅρκους καὶ πίστην ἀλλήλοις δοῦναι Ἀριστοφ. Λυσ. 1185, πρβλ. Ἀνδοκ. 14. 30· ὅρκοις τινὰ καταλαμβάνειν, ἔχειν αὐτὸν δεδεμένον δι’ ὅρκων, Θουκ. 4. 86· ὅρκοις κατειλημμένος ὁ αὐτ. 1. 9· ― ὅρκῳ ἐμμένειν Εὐρ. Μήδ. 754· ὅρκον τηρεῖν Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 196. 34· παραβαίνειν Εὐρ. Ἀποσπ. 288. 7, Ἀριστοφ., κλ.· ἐκβαίνειν Πλάτ. Συμπ. 183Β· ἐκλείπειν Εὐρ. Ἱκέτ. 1194· συγχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1063· λύειν Ξεν. Ἀν. 3. 2, 10· ― [[ὅρκος]], συντάσσεται κατὰ διαφόρους τρόπους: δύναται νὰ ἕπηται αὐτῷ ἀπαρέμφ. ἀορ. ἢ μέλλ., ὤμοσα καρτερὸν ὅρκον, μὴ... ἀναφῆναι Ὀδ. Δ. 253· [[ἐμεῦ]] δ’ ἕλετο μέγαν ὅρκον, μὴ πρὶν σοὶ ἐρέειν [[αὐτόθι]] 746· ὅρκους ἔδοσαν καὶ ἔλαβον, ὑποτελεῖν... Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 9· ― μετὰ προθέσ., οὐκ ἂν [[αὔτως]]..., ἀλλὰ σὺν ὅρκῳ Ὀδ. Ξ. 151· σὺν ὅρκῳ θεῶν Ξεν. Κύρ. 2. 3, 12· ([[οὕτως]], ὅρκῳ Θέογν. 200· ὅρκοις Αἰσχύλ. Εὐμ. 432)· εἶπαι ἐπ’ ὅρκου, εἰπεῖν ἐνόρκως, Ἡρόδ. 9. 11· κατὰ τοὺς ὅρκ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 54· ἀντίθετον τῷ: παρ’ ὅρκον Πινδ. Ο. 13. 116· παρὰ τοὺς ὅρκους Ξεν. Ἀν. 2. 5, 41. ― Περὶ τῶν ἀρχαιοτάτων χρήσεων τῆς λέξεως κατὰ τὴν ὁρκωμοσίαν, ἴδε Ἰλ. Ξ. 271., Ψ. 582· περὶ τῆς Ἀττ. δικανικῆς χρήσεως τῆς λέξ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 1. 15· ― παροιμ., ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς [[ὕδωρ]] [[γράφω]] Σοφ. Ἀποσπ. 694· [[ὅπερ]] παρῳδεῖται ὑπὸ Φιλωνίδου 1, ὅρκους δὲ μοιχῶν εἰς τέφραν ἐγὼ [[γράφω]], πρβλ. Ξέναρχον ἐν «Πεντάθλῳ» 3, Μένανδρ. ἐν «Μονοστίχ.» 25. ΙΙ. Ὅρκος, ὡς [[προσωποποίησις]], υἱὸς τῆς Ἔριδος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 802 (ὃν ὁ Οὐεργίλ. ἐν Γεωργ. 1. 277 ἑρμηνεύει διὰ τοῦ pallidus Orcus)· [[εἶναι]] δὲ [[θεότης]] τιμωροῦσα τοὺς ψευδορκοῦντας καὶ ἐπιόρκους, [[αὐτόθι]] 217, Θεογ. 231, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 86, 3· Διὸς Ὅρκος, ὡς [[ὑπηρέτης]] τοῦ [[Διός]], Σοφ. Ο. Κ. 1767. ([[ὅρκος]] κατ’ ἀρχὰς ἦν ἰσοδύναμον τῷ [[ἕρκος]], ὡς τὸ [[ὁρκάνη]] τῷ [[ἑρκάνη]], [[ὁρκοῦρος]] τῷ [[ἑρκοῦρος]], ἐκ τοῦ [[ἔργω]], Ἀττ. εἵργω, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 785· καὶ [[οὕτως]], [[κυρίως]], ὅ,τι κωλύει τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι· [[ἴσως]] συγγενὲς τῷ Λατιν. Orcus, ὡς ὁ Οὐεργίλ. ἐξέλαβεν αὐτό). | |lstext='''ὅρκος''': ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.) τὸ εἰς ὃ ὁρκίζεταί τις [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], ὃ ἐπικαλεῖται ὁρκιζόμενος, ὡς ἡ Στὺξ παρὰ τοῖς θεοῖς, Στυγὸς [[ὕδωρ]], ὅς τε μέγιστος [[ὅρκος]] ... πέλει μακάρεσσι θεοῖσι Ἰλ. Ο. 38, Ὀδ. Ε. 185, πρβλ. Ἰλ. Β. 755, Ξ. 271, Ἡσ. Θ. 400, 784, 805, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 260, (Στὺξ [[ὅρκος]] τῶν θεῶν Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 6)˙ ἢ ὡς ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] παρὰ τοῖς θνητοῖς, Πινδ. Π. 4. 297˙ [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων, ὅρκον δ’ ἐνοσφίσθης μέγαν, [[ἅλας]] καὶ τράπεζαν Ἀρχίλ. ε81˙ οἷς ἦν μέγιστος [[ὅρκος]] ... [[κύων]], [[ἔπειτα]] χὴν Κρατῖνος ἐν «Χείρωσιν» 11, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[τετρακτύς]]˙ - (ὁ Buttm., Λεξίλ. ἐν λέξ., ἔχει ἀποδείξῃ ὅτι αὕτη [[εἶναι]] ἡ πρώτη [[σημασία]] τῆς λέξεως)· ― [[ἐντεῦθεν]], 2) [[ὅρκος]] ὡς καὶ νῦν, τὸ πλεῖστον μετὰ τῶν ἐπιθέτων, [[μέγας]], [[καρτερός]], Ὅμηρ., κλ.· [[ὅρκος]] θεῶν, εἰς τὸ [[ὄνομα]] τῶν θεῶν, Ὀδ. Β. 377· [[ὅρκος]] μακάρων Κ. 299, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 647, Εὐρ. Ἱππ. 647 [[ὅρκος]] ἐκ θεῶν [[μέγας]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1290· ὅρκ. κατὰ τῶν... ὀφθαλμῶν Αἰσχίν. 48. 34· ὅρκ. [[πλατύς]], [[ἀκράδαντος]], Ἐμπεδ. 179· ― ὅρκον [[ὀμόσαι]] Ὅμ., κλ.· ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον Ὀδ. Β. 378, κτλ.· ὅρκον ἀπώμνυ [[αὐτόθι]] 377, πρβλ. Κ. 381· ὅρκον ἐπώμνυον Σ. 58 (διάφ. γραφ. ἀπ-), πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 193· κατομνύναι Εὐρ. Ι. Τ. 790· ὅρκον ἐπιορκεῖν, ὀμνύναι ψευδῆ ὅρκον, Αἰσχίν. 16. 20, κτλ.· ὅρκου προστεθέντος Σοφ. Ἀποσπ. 419, πρβλ. Ἠλ. 47· ὅρκους θέσθαι τῷ δαίμονι, εἰς τὸ [[ὄνομα]] θεότητός τινος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1570· ὅρκ. ποιεῖσθαί τινι ὑπέρ τινος Ξεν. Λακ. 15, 7· ὁ [[ὅρκος]] ἐστί τινι, μετ’ ἀπαρ., ὁ [[ὅρκος]] ὁ ἐπιβαλλόμενος... [[εἶναι]] ὅτι..., [[αὐτόθι]]· ὅρκους συνάπτειν Εὐρ. Φοίν. 1241, κτλ. ― ἐπὶ τοῦ προσώπου τοῦ ἀπαιτοῦντος τὸν ὅρκον, ὅρκον ἑλέσθαι τινὸς ἢ τινὶ Ὀδ. Δ. 746, Ἰλ. Χ. 119· ὅρκους ἐπελαύνειν καὶ προσάγειν τινί, ἐπιβάλλειν ὅρκον εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 146., 6. 62· ὅρκον διδόναι καὶ δέξασθαι ὁ αὐτ. 6. 23, Αἰσχύλ. Εὐμ. 429, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 589, Δημ. 995. 26· [[οὕτως]], ὅρκον διδόναι καὶ λαμβάνειν Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 27· ἀποδιδόναι Δημ. 443. 15, Αἰσχίν. 64. 16· ἀπολαμβάνειν, ἐπιβάλλειν ὅρκον, ὁ αὐτ. 59. 11., 233. 24· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ὅρκον [[δίδωμι]], [[προτείνω]] ὅρκον ― ἐπὶ ἑκατέρου μέρους, [[ὅθεν]] [[καθόλου]], προσφέρομαι νὰ ὁρκισθῶ, Εὐρ. Ἱκέτ. 1232, πρβλ. Ι. Τ. 747· ὅρκους καὶ πίστην ἀλλήλοις δοῦναι Ἀριστοφ. Λυσ. 1185, πρβλ. Ἀνδοκ. 14. 30· ὅρκοις τινὰ καταλαμβάνειν, ἔχειν αὐτὸν δεδεμένον δι’ ὅρκων, Θουκ. 4. 86· ὅρκοις κατειλημμένος ὁ αὐτ. 1. 9· ― ὅρκῳ ἐμμένειν Εὐρ. Μήδ. 754· ὅρκον τηρεῖν Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 196. 34· παραβαίνειν Εὐρ. Ἀποσπ. 288. 7, Ἀριστοφ., κλ.· ἐκβαίνειν Πλάτ. Συμπ. 183Β· ἐκλείπειν Εὐρ. Ἱκέτ. 1194· συγχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1063· λύειν Ξεν. Ἀν. 3. 2, 10· ― [[ὅρκος]], συντάσσεται κατὰ διαφόρους τρόπους: δύναται νὰ ἕπηται αὐτῷ ἀπαρέμφ. ἀορ. ἢ μέλλ., ὤμοσα καρτερὸν ὅρκον, μὴ... ἀναφῆναι Ὀδ. Δ. 253· [[ἐμεῦ]] δ’ ἕλετο μέγαν ὅρκον, μὴ πρὶν σοὶ ἐρέειν [[αὐτόθι]] 746· ὅρκους ἔδοσαν καὶ ἔλαβον, ὑποτελεῖν... Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 9· ― μετὰ προθέσ., οὐκ ἂν [[αὔτως]]..., ἀλλὰ σὺν ὅρκῳ Ὀδ. Ξ. 151· σὺν ὅρκῳ θεῶν Ξεν. Κύρ. 2. 3, 12· ([[οὕτως]], ὅρκῳ Θέογν. 200· ὅρκοις Αἰσχύλ. Εὐμ. 432)· εἶπαι ἐπ’ ὅρκου, εἰπεῖν ἐνόρκως, Ἡρόδ. 9. 11· κατὰ τοὺς ὅρκ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 54· ἀντίθετον τῷ: παρ’ ὅρκον Πινδ. Ο. 13. 116· παρὰ τοὺς ὅρκους Ξεν. Ἀν. 2. 5, 41. ― Περὶ τῶν ἀρχαιοτάτων χρήσεων τῆς λέξεως κατὰ τὴν ὁρκωμοσίαν, ἴδε Ἰλ. Ξ. 271., Ψ. 582· περὶ τῆς Ἀττ. δικανικῆς χρήσεως τῆς λέξ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 1. 15· ― παροιμ., ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς [[ὕδωρ]] [[γράφω]] Σοφ. Ἀποσπ. 694· [[ὅπερ]] παρῳδεῖται ὑπὸ Φιλωνίδου 1, ὅρκους δὲ μοιχῶν εἰς τέφραν ἐγὼ [[γράφω]], πρβλ. Ξέναρχον ἐν «Πεντάθλῳ» 3, Μένανδρ. ἐν «Μονοστίχ.» 25. ΙΙ. Ὅρκος, ὡς [[προσωποποίησις]], υἱὸς τῆς Ἔριδος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 802 (ὃν ὁ Οὐεργίλ. ἐν Γεωργ. 1. 277 ἑρμηνεύει διὰ τοῦ pallidus Orcus)· [[εἶναι]] δὲ [[θεότης]] τιμωροῦσα τοὺς ψευδορκοῦντας καὶ ἐπιόρκους, [[αὐτόθι]] 217, Θεογ. 231, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 86, 3· Διὸς Ὅρκος, ὡς [[ὑπηρέτης]] τοῦ [[Διός]], Σοφ. Ο. Κ. 1767. ([[ὅρκος]] κατ’ ἀρχὰς ἦν ἰσοδύναμον τῷ [[ἕρκος]], ὡς τὸ [[ὁρκάνη]] τῷ [[ἑρκάνη]], [[ὁρκοῦρος]] τῷ [[ἑρκοῦρος]], ἐκ τοῦ [[ἔργω]], Ἀττ. εἵργω, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 785· καὶ [[οὕτως]], [[κυρίως]], ὅ,τι κωλύει τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι· [[ἴσως]] συγγενὲς τῷ Λατιν. Orcus, ὡς ὁ Οὐεργίλ. ἐξέλαβεν αὐτό). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |