Anonymous

ὄχος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’o" to "d'o")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0431.png Seite 431]] ὁ, Alles was hält, festhält, Halter, [[νηῶν]] ὄχοι, die Halter od. Schützer der Schiffe, Od. 5, 404. – Gew. wie τὸ [[ὄχος]], aber in der Regel im sing., der [[Wagen]], Aesch. Ag. 1040 u. öfter; auch vom Schiffe, Suppl. 32; ὄχου παραστείχοντα τηρήσας, neben dem Wagen, Soph. O. R. 808, wie El. 698. 717; Eur. öfter; auch ἁρμάτων [[ὄχος]], Hipp. 1166; u. so ist ἐξήλαυνον ἁρμάτων ὄχους Phoen. 1197 nicht = Wagenlenker, sondern = Wagen, od., wie τροχαλοὶ ὄχοι ἀπήνης, I. A. 146, = des Wagens runde Träger, die Räder; [[ἱππότης]], Suppl. 660; [[πωλικός]], I. A. 623; öfter im plur.; Her. 1, 124, u. einzeln bei Sp. Vgl. das dor. [[ὄκχος]]. τό ([[ἔχω]]), eigtl. das Tragende, gew. der [[Wagen]], Hom., der, wenn man ὄχεσφιν auch für den plur. nimmt, immer den plur. für einen einzelnen Wagen braucht, ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν [[ἆλτο]] [[χαμᾶζε]] Il. 4, 419, öfter, ἤριπε δ' ἐξ ὀχέων 5, 47, öfter; ἵππους λύε – ἐξ ὀχέων 11, 621; ἐμῶν ὀχέων ἐπιβήσεο 5, 221; Pind. auch im plur., Ol. 4, 12 P. 9, 11; einzeln noch bei ap. D. nachgeahmt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0431.png Seite 431]] ὁ, Alles was hält, festhält, Halter, [[νηῶν]] ὄχοι, die Halter od. Schützer der Schiffe, Od. 5, 404. – Gew. wie τὸ [[ὄχος]], aber in der Regel im sing., der [[Wagen]], Aesch. Ag. 1040 u. öfter; auch vom Schiffe, Suppl. 32; ὄχου παραστείχοντα τηρήσας, neben dem Wagen, Soph. O. R. 808, wie El. 698. 717; Eur. öfter; auch ἁρμάτων [[ὄχος]], Hipp. 1166; u. so ist ἐξήλαυνον ἁρμάτων ὄχους Phoen. 1197 nicht = Wagenlenker, sondern = Wagen, od., wie τροχαλοὶ ὄχοι ἀπήνης, I. A. 146, = des Wagens runde Träger, die Räder; [[ἱππότης]], Suppl. 660; [[πωλικός]], I. A. 623; öfter im plur.; Her. 1, 124, u. einzeln bei Sp. Vgl. das dor. [[ὄκχος]]. τό ([[ἔχω]]), eigtl. das Tragende, gew. der [[Wagen]], Hom., der, wenn man ὄχεσφιν auch für den plur. nimmt, immer den plur. für einen einzelnen Wagen braucht, ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν [[ἆλτο]] [[χαμᾶζε]] Il. 4, 419, öfter, ἤριπε δ' ἐξ ὀχέων 5, 47, öfter; ἵππους λύε – ἐξ ὀχέων 11, 621; ἐμῶν ὀχέων ἐπιβήσεο 5, 221; Pind. auch im plur., Ol. 4, 12 P. 9, 11; einzeln noch bei ap. D. nachgeahmt.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br /><b>1</b> réceptacle, abri : λιμένες [[νηῶν]] ὄχοι OD des ports qui retiennent <i>ou</i> abritent les navires;<br /><b>2</b> tout ce qui sert à transporter, véhicule ; <i>p. ext.</i> char, navire.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].<br /><span class="bld">2</span><i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />char, <i>d'ord. au plur. pour désigner un seul char</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄχος''': ὁ, ([[ἔχω]]) τὸ φέρον τι, [[ὄχημα]], Λατιν. vehiculum, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. ἐν ἑτεροκλ. οὐδ. πληθ. τύπῳ ὄχεα, τά, καὶ ἐπὶ ἑνὸς ἔτι ἅρματος, ἐξ ὀχέων Ἰλ. Δ. 419, κτλ. (οὕτω Πινδ. Ο. 4. 20, Π. 9. 18)˙ καὶ ἐν ποιητ. δοτ. [[ὄχεσφι]], -φιν, Ἰλ. Δ. 297., Ε. 28, 107, κλ.˙ ἀκολούθως καὶ ἀρσ. πληθυντ., ἐπὶ χρυσέοισιν ὄχοισιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 19˙ ἐπ’ εὐκύκλοις ὄχοις, ἐπὶ τῶν Σκυθικῶν ἁμαξῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 710, καὶ συχνότερ. παρ’ Εὐρ.˙ - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικ., Πινδ. Ο. 6. 40 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ὄκχος, ἴδε ἐν λ. [[ὄφις]]), Ἡρόδ. 8. 124, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1070, κλ.˙ [[περίφρασις]]: ἅρματος [[ὄχος]] = [[ὄχημα]], Εὐρ. Ἱππ. 1166, Ι. Τ. 370˙ - [[ὄχος]] [[ταχυήρης]], ἐπὶ πλοίου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 33˙ πρβλ. [[ὄχημα]]. 2) τρόχαλοι ὄχοι ἀπήνης, οἱ ταχεῖς, οἱ στρογγύλοι φορεῖς τῆς ἁμάξης, δηλ. οἱ τροχοί, Εὐρ. Ι. Α. 146, πρβλ. Φοιν. 1190. ΙΙ. τὸ περιέχον ἢ περιλαμβάνον τι, [[νηῶν]] ὄχοι, λιμένες, Ὀδ. Ε. 404, Ὀρφ. Ἀργ. 1198.
|lstext='''ὄχος''': ὁ, ([[ἔχω]]) τὸ φέρον τι, [[ὄχημα]], Λατιν. vehiculum, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. ἐν ἑτεροκλ. οὐδ. πληθ. τύπῳ ὄχεα, τά, καὶ ἐπὶ ἑνὸς ἔτι ἅρματος, ἐξ ὀχέων Ἰλ. Δ. 419, κτλ. (οὕτω Πινδ. Ο. 4. 20, Π. 9. 18)˙ καὶ ἐν ποιητ. δοτ. [[ὄχεσφι]], -φιν, Ἰλ. Δ. 297., Ε. 28, 107, κλ.˙ ἀκολούθως καὶ ἀρσ. πληθυντ., ἐπὶ χρυσέοισιν ὄχοισιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 19˙ ἐπ’ εὐκύκλοις ὄχοις, ἐπὶ τῶν Σκυθικῶν ἁμαξῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 710, καὶ συχνότερ. παρ’ Εὐρ.˙ - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικ., Πινδ. Ο. 6. 40 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ὄκχος, ἴδε ἐν λ. [[ὄφις]]), Ἡρόδ. 8. 124, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1070, κλ.˙ [[περίφρασις]]: ἅρματος [[ὄχος]] = [[ὄχημα]], Εὐρ. Ἱππ. 1166, Ι. Τ. 370˙ - [[ὄχος]] [[ταχυήρης]], ἐπὶ πλοίου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 33˙ πρβλ. [[ὄχημα]]. 2) τρόχαλοι ὄχοι ἀπήνης, οἱ ταχεῖς, οἱ στρογγύλοι φορεῖς τῆς ἁμάξης, δηλ. οἱ τροχοί, Εὐρ. Ι. Α. 146, πρβλ. Φοιν. 1190. ΙΙ. τὸ περιέχον ἢ περιλαμβάνον τι, [[νηῶν]] ὄχοι, λιμένες, Ὀδ. Ε. 404, Ὀρφ. Ἀργ. 1198.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br /><b>1</b> réceptacle, abri : λιμένες [[νηῶν]] ὄχοι OD des ports qui retiennent <i>ou</i> abritent les navires;<br /><b>2</b> tout ce qui sert à transporter, véhicule ; <i>p. ext.</i> char, navire.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].<br /><span class="bld">2</span><i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />char, <i>d'ord. au plur. pour désigner un seul char</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth