Anonymous

ὄχος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br /><b>1</b> réceptacle, abri : λιμένες [[νηῶν]] ὄχοι OD des ports qui retiennent <i>ou</i> abritent les navires;<br /><b>2</b> tout ce qui sert à transporter, véhicule ; <i>p. ext.</i> char, navire.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].<br /><span class="bld">2</span><i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />char, <i>d'ord. au plur. pour désigner un seul char</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br /><b>1</b> réceptacle, abri : λιμένες [[νηῶν]] ὄχοι OD des ports qui retiennent <i>ou</i> abritent les navires;<br /><b>2</b> tout ce qui sert à transporter, véhicule ; <i>p. ext.</i> char, navire.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].<br /><span class="bld">2</span><i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />char, <i>d'ord. au plur. pour désigner un seul char</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὄχος:'''<br /><b class="num">I</b> ὁ [[ἔχω]] вместилище, т. е. убежище, укрытие ([[νηῶν]] Hom.).<br />εος τό и [[ὄχος]] ὁ [[ὀχέω]] (эп. pl.: gen. ὀχέων, dat. ὀχέσφι(ν) )<br /><b class="num">1)</b> (преимущ. pl.) колесница, повозка: ἵππους λύειν ἐξ ὄχων Hom. выпрячь коней из колесницы; ἁρμάτων ὄ. или ὄχοι Eur. колесница;<br /><b class="num">2)</b> [[корабль]] (ὄ. [[ταχυήρης]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[колесо]] (τροχαλοὶ ὄχοι Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄχος:''' ὁ ([[ἔχω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> οτιδήποτε φέρει, μεταφέρει η [[άμαξα]], Λατ. [[vehiculum]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· στον Όμηρ. σε ετερόκλ. ουδ. πληθ. <i>ὄχεα</i>, <i>τά</i>, λέγεται για ένα μόνο [[άρμα]]· <i>ἐξ ὀχέων</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· και στην ποιητ. δοτ. [[ὄχεσφι]], <i>-φιν</i>, στο ίδ.· [[έπειτα]] σε αρσ. πληθ., <i>ἐπ' εὐκύκλοις ὄχοις</i>, λέγεται για τις Σκυθικές άμαξες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τρόχαλοι ὄχοι ἀπήνης</i>, τα ταχέα στηρίγματα του άρματος, δηλ. οι τροχοί, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε συγκρατεί, [[νηῶν]] ὄχοι, τα στηρίγματα των πλοίων, δηλ. τα λιμάνια, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὄχος:''' ὁ ([[ἔχω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> οτιδήποτε φέρει, μεταφέρει η [[άμαξα]], Λατ. [[vehiculum]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· στον Όμηρ. σε ετερόκλ. ουδ. πληθ. <i>ὄχεα</i>, <i>τά</i>, λέγεται για ένα μόνο [[άρμα]]· <i>ἐξ ὀχέων</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· και στην ποιητ. δοτ. [[ὄχεσφι]], <i>-φιν</i>, στο ίδ.· [[έπειτα]] σε αρσ. πληθ., <i>ἐπ' εὐκύκλοις ὄχοις</i>, λέγεται για τις Σκυθικές άμαξες, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τρόχαλοι ὄχοι ἀπήνης</i>, τα ταχέα στηρίγματα του άρματος, δηλ. οι τροχοί, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε συγκρατεί, [[νηῶν]] ὄχοι, τα στηρίγματα των πλοίων, δηλ. τα λιμάνια, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄχος:'''<br /><b class="num">I</b> ὁ [[ἔχω]] вместилище, т. е. убежище, укрытие ([[νηῶν]] Hom.).<br />εος τό и [[ὄχος]] ὁ [[ὀχέω]] (эп. pl.: gen. ὀχέων, dat. ὀχέσφι(ν) )<br /><b class="num">1)</b> (преимущ. pl.) колесница, повозка: ἵππους λύειν ἐξ ὄχων Hom. выпрячь коней из колесницы; ἁρμάτων ὄ. или ὄχοι Eur. колесница;<br /><b class="num">2)</b> [[корабль]] (ὄ. [[ταχυήρης]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[колесо]] (τροχαλοὶ ὄχοι Eur.).
}}
}}
{{etym
{{etym