Anonymous

ὄξος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0351.png Seite 351]] τό, der Weinessig, von seiner Schärfe benannt; Aesch. Ag. 313; nach Ath. II c. 67 τοῦτο μόνον Ἀττικοὶ τῶν ἡδυσμάτων [[ἦδος]] καλοῦσι; Ar. Ach. 35; Σφήττιον, Plut. 720, öfter, wie Folgde. Bei Xen. An. 2, 3, 14 kommt auch [[ὄξος]] ἑψητὸν ἀπ ὸ τῶν φοινίκων vor, saurer Palmwein; vgl. Ath. XIV, 651 e, aus Pol.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0351.png Seite 351]] τό, der Weinessig, von seiner Schärfe benannt; Aesch. Ag. 313; nach Ath. II c. 67 τοῦτο μόνον Ἀττικοὶ τῶν ἡδυσμάτων [[ἦδος]] καλοῦσι; Ar. Ach. 35; Σφήττιον, Plut. 720, öfter, wie Folgde. Bei Xen. An. 2, 3, 14 kommt auch [[ὄξος]] ἑψητὸν ἀπ ὸ τῶν φοινίκων vor, saurer Palmwein; vgl. Ath. XIV, 651 e, aus Pol.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />vinaigre de vin, vinaigre de vin de palmier.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄξος''': -εος, τό, ([[ὀξύς]]), [[οἶνος]] [[ὄξινος]] ἢ [[ἐλαφρός]], [[ἀδύνατος]], vin-de-pays, Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 35· κοτύλας τέτταρας ὄξους Δεκελεικοῦ Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 20, πρβλ. Ξενοφ. Ἀν. 2. 3, 14, πρβλ. [[ὀξίνης]] Ι. 2) [[ὄξος]] ἐξ [[αὐτοῦ]], «ξίδι», Ἱπποκρ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 394, Αἰσχύλ. Ἀγ. 322, κτλ.· ὑπώμνυτο ὁ μὲν [[οἶνος]] [[ὄξος]] αὐτὸν [[εἶναι]] γνήσιον, τὸ δ᾿ [[ὄξος]] [[οἶνος]].. Εὔβουλος ἐν «Μυλωθρίδι» 1· σφόδρ᾿ ἐστὶν … ὁ [[βίος]] οἴνῳ [[προσφερής]]· [[ὅταν]] ᾖ τὸ λοιπὸν μικρόν, [[ὄξος]] γίγνεται Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 68· ἐς τὰς ῥῖνας [[ὄξος]] ἐγχέων, [[τρόπος]] βασάνου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 620. 3) μεταφορ., ἐπὶ ἀνθρώπου δυστρόπου καὶ δριμέος, [[χὠνήρ]] [[ὄξος]] ἅπαν Θεόκρ. 15. 148.
|lstext='''ὄξος''': -εος, τό, ([[ὀξύς]]), [[οἶνος]] [[ὄξινος]] ἢ [[ἐλαφρός]], [[ἀδύνατος]], vin-de-pays, Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 35· κοτύλας τέτταρας ὄξους Δεκελεικοῦ Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 20, πρβλ. Ξενοφ. Ἀν. 2. 3, 14, πρβλ. [[ὀξίνης]] Ι. 2) [[ὄξος]] ἐξ [[αὐτοῦ]], «ξίδι», Ἱπποκρ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 394, Αἰσχύλ. Ἀγ. 322, κτλ.· ὑπώμνυτο ὁ μὲν [[οἶνος]] [[ὄξος]] αὐτὸν [[εἶναι]] γνήσιον, τὸ δ᾿ [[ὄξος]] [[οἶνος]].. Εὔβουλος ἐν «Μυλωθρίδι» 1· σφόδρ᾿ ἐστὶν … ὁ [[βίος]] οἴνῳ [[προσφερής]]· [[ὅταν]] ᾖ τὸ λοιπὸν μικρόν, [[ὄξος]] γίγνεται Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 68· ἐς τὰς ῥῖνας [[ὄξος]] ἐγχέων, [[τρόπος]] βασάνου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 620. 3) μεταφορ., ἐπὶ ἀνθρώπου δυστρόπου καὶ δριμέος, [[χὠνήρ]] [[ὄξος]] ἅπαν Θεόκρ. 15. 148.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />vinaigre de vin, vinaigre de vin de palmier.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]].
}}
}}
{{eles
{{eles