3,241,203
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1207.png Seite 1207]] schläfrig, Arist. probl. 3, 34; – einschläfernd, Theophr. u. Sp.; Plut. adv. Col. 7 im adv. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1207.png Seite 1207]] schläfrig, Arist. probl. 3, 34; – einschläfernd, Theophr. u. Sp.; Plut. adv. Col. 7 im adv. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />soporifique ; τὸ ὑπνωτικόν narcotique.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπνος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπνωτικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς [[ὕπνον]], [[νυσταλέος]], Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγ. 3, 17· - μετὰ τὰ σιτία ὑπνωτικώτατοι ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 3. 25, πρβλ. 34· πρβλ. [[ὑπνητικός]]: Ἐπίρρ. ὑπνωτικῶς, ὑπνωτικῶς ἔχουσα, «ὕπνῳ κοιμωμένη», Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων [[ὕπνον]], [[ναρκωτικός]], Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγ. 3. 9· [[θρίδαξ]] Ἀθήν. 69F· φάρμακα Πλούτ. 2. 652C· τό ὑπνωτικόν, τὸ ἐπιφέρον [[ὕπνον]], ναρκωτικόν, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 34. | |lstext='''ὑπνωτικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς [[ὕπνον]], [[νυσταλέος]], Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγ. 3, 17· - μετὰ τὰ σιτία ὑπνωτικώτατοι ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 3. 25, πρβλ. 34· πρβλ. [[ὑπνητικός]]: Ἐπίρρ. ὑπνωτικῶς, ὑπνωτικῶς ἔχουσα, «ὕπνῳ κοιμωμένη», Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων [[ὕπνον]], [[ναρκωτικός]], Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγ. 3. 9· [[θρίδαξ]] Ἀθήν. 69F· φάρμακα Πλούτ. 2. 652C· τό ὑπνωτικόν, τὸ ἐπιφέρον [[ὕπνον]], ναρκωτικόν, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 34. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |