Anonymous

ὑποκλέπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1220.png Seite 1220]] darunter wegstehlen, heimlich entwenden; Pind. in tmesi, αἰδὼς ὑπὸ [[κρύφα]] κέρδει κλέπτεται N. 9, 33, nach Böckh; εὐνὰς ὑποκλεπτομένους, heimlich, hinterlistig des Lagers beraubt, Soph. El. 114; verbergen, verhehlen, [[ἕλκος]] Mus. 85; ζῆλον Agath. 9 (V, 269); ὑποκλεπτομένη φιλίη, verstohlen, 18 (V, 267), u. öfter; auch in sp. Prosa, wie Luc. D. Mer. 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1220.png Seite 1220]] darunter wegstehlen, heimlich entwenden; Pind. in tmesi, αἰδὼς ὑπὸ [[κρύφα]] κέρδει κλέπτεται N. 9, 33, nach Böckh; εὐνὰς ὑποκλεπτομένους, heimlich, hinterlistig des Lagers beraubt, Soph. El. 114; verbergen, verhehlen, [[ἕλκος]] Mus. 85; ζῆλον Agath. 9 (V, 269); ὑποκλεπτομένη φιλίη, verstohlen, 18 (V, 267), u. öfter; auch in sp. Prosa, wie Luc. D. Mer. 10.
}}
{{bailly
|btext=soustraire, dérober ; <i>Pass.</i> être volé, <i>avec acc. de l'objet dérobé</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κλέπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποκλέπτω''': μέλλ. -ψω, [[κλέπτω]] κρυφίως, ὑπεξαιρῶ, «σουφρώνω», Βαβρ. 2. 3˙ ὑπ. ἑαυτόν, ἀπομακρύνω ἐμαυτὸν ἀπό τινος παραφυλάττοντος, [[διαφεύγω]] ἐπ’ ὀλίγον τὴν προσοχὴν [[αὐτοῦ]], ταῦτά σοι [[μόλις]] ἔγραψα ὑποκλέψας ἐμαυτὸν Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10, 3. - Παθ., κλέπτομαι κρυφίως, αἰδὼς ὑπὸ [[κρύφα]] κέρδει κλέπτεται, «αἰδὼς ὑποκλέπτεται διὰ τοῦ κέρδους, ἀντὶ τοῦ οὐκ αἰδοῦνται διὰ κέρδους τι πρᾶξαι» (Σχολ.), Πινδ. Ν. 9. 77. 2) ὑποκλέπτεσθαι εὐνάς, ὡς τὸ ἀποστερεῖσθαι. Σοφ. Ἠλ. 114 [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. ΙΙ. τηρῶ τι μυστικόν, τι Μουσαῖος 85˙ [[ἀποκρύπτω]] [[ὥστε]] νὰ μὴ παρατηρήσῃ τις, τι [[αὐτόθι]] 161˙Ϗ ὑπ. ὀπωπήν, [[ῥίπτω]] [[βλέμμα]] κρύφιον, Ἀνθ. Π. 5 221, πρβλ. 290˙ φιλίη ὑποκλεπτομένη [[αὐτόθι]] 267. 2) ἐξαπατῶ, ζῆλόν τινος [[αὐτόθι]] 269.
|lstext='''ὑποκλέπτω''': μέλλ. -ψω, [[κλέπτω]] κρυφίως, ὑπεξαιρῶ, «σουφρώνω», Βαβρ. 2. 3˙ ὑπ. ἑαυτόν, ἀπομακρύνω ἐμαυτὸν ἀπό τινος παραφυλάττοντος, [[διαφεύγω]] ἐπ’ ὀλίγον τὴν προσοχὴν [[αὐτοῦ]], ταῦτά σοι [[μόλις]] ἔγραψα ὑποκλέψας ἐμαυτὸν Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10, 3. - Παθ., κλέπτομαι κρυφίως, αἰδὼς ὑπὸ [[κρύφα]] κέρδει κλέπτεται, «αἰδὼς ὑποκλέπτεται διὰ τοῦ κέρδους, ἀντὶ τοῦ οὐκ αἰδοῦνται διὰ κέρδους τι πρᾶξαι» (Σχολ.), Πινδ. Ν. 9. 77. 2) ὑποκλέπτεσθαι εὐνάς, ὡς τὸ ἀποστερεῖσθαι. Σοφ. Ἠλ. 114 [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. ΙΙ. τηρῶ τι μυστικόν, τι Μουσαῖος 85˙ [[ἀποκρύπτω]] [[ὥστε]] νὰ μὴ παρατηρήσῃ τις, τι [[αὐτόθι]] 161˙Ϗ ὑπ. ὀπωπήν, [[ῥίπτω]] [[βλέμμα]] κρύφιον, Ἀνθ. Π. 5 221, πρβλ. 290˙ φιλίη ὑποκλεπτομένη [[αὐτόθι]] 267. 2) ἐξαπατῶ, ζῆλόν τινος [[αὐτόθι]] 269.
}}
{{bailly
|btext=soustraire, dérober ; <i>Pass.</i> être volé, <i>avec acc. de l'objet dérobé</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κλέπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml