Anonymous

ὑπότροπος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1237.png Seite 1237]] zurückkehrend, heimkehrend, zurückgekommen; Il. 6, 501 Od. 20, 332; [[ὑπότροπος]] [[αὖτις]] Il. 6, 367; H. h. Apoll. 476; [[ὑπότροπος]] [[οἴκαδε]] Od. 21, 211. 22, 35; sp. D.; – immer wiederkommend, wie [[ὑποτροπικός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1237.png Seite 1237]] zurückkehrend, heimkehrend, zurückgekommen; Il. 6, 501 Od. 20, 332; [[ὑπότροπος]] [[αὖτις]] Il. 6, 367; H. h. Apoll. 476; [[ὑπότροπος]] [[οἴκαδε]] Od. 21, 211. 22, 35; sp. D.; – immer wiederkommend, wie [[ὑποτροπικός]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui revient, qui est de retour.<br />'''Étymologie:''' ὑποτρέπω.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπότροπος''': -ον, (ὑποτρέπω) ὁ ὑποστρέφων, ἐπανερχόμενος, ὁ «ἐξ ὑποστροφῆς» (Ἡσύχ.), ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι Ἰλ. Ζ. 501· ὑπ. ἵκετο [[δῶμα]] Ὀδ. Υ. 332· ὑπ. ἵξομαι [[αὖτις]] Ἰλ. Ζ. 367· οὐκέθ’ ὑπότροποι [[αὖθις]] ἔσεσθε Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 476· ὑπ. [[οἴκαδε]] ἱκέσθαι Ὀδ. Φ. 211· ὑπ. [[ἦμαρ]], ἡ [[ἡμέρα]] τῆς ἐπιστροφῆς, τῆς ἐπανόδου, ὑπότροπον [[ἦμαρ]] ὀλέσσει Χριστοδ. Ἔκφρ. 262· πρβλ. [[ὑπότροφος]]. 2) ὁ συνερχόμενος εἰς ἑαυτόν, ἀναλαμβάνων ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων κτυπήματος, Θεόκρ. 25. 263. ― Κατ’ Εὐστ. (1894, 10): «[[ὑπότροπος]]... ὁ [[οἴκαδε]] ὑποστραφείς· ἐξ [[αὐτοῦ]] δὲ καὶ ὑπότροπα νοσήματα τὰ φιλυπόστροφα», δηλ. τὰ ὑποτροπιάζοντα.
|lstext='''ὑπότροπος''': -ον, (ὑποτρέπω) ὁ ὑποστρέφων, ἐπανερχόμενος, ὁ «ἐξ ὑποστροφῆς» (Ἡσύχ.), ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι Ἰλ. Ζ. 501· ὑπ. ἵκετο [[δῶμα]] Ὀδ. Υ. 332· ὑπ. ἵξομαι [[αὖτις]] Ἰλ. Ζ. 367· οὐκέθ’ ὑπότροποι [[αὖθις]] ἔσεσθε Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 476· ὑπ. [[οἴκαδε]] ἱκέσθαι Ὀδ. Φ. 211· ὑπ. [[ἦμαρ]], ἡ [[ἡμέρα]] τῆς ἐπιστροφῆς, τῆς ἐπανόδου, ὑπότροπον [[ἦμαρ]] ὀλέσσει Χριστοδ. Ἔκφρ. 262· πρβλ. [[ὑπότροφος]]. 2) ὁ συνερχόμενος εἰς ἑαυτόν, ἀναλαμβάνων ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων κτυπήματος, Θεόκρ. 25. 263. ― Κατ’ Εὐστ. (1894, 10): «[[ὑπότροπος]]... ὁ [[οἴκαδε]] ὑποστραφείς· ἐξ [[αὐτοῦ]] δὲ καὶ ὑπότροπα νοσήματα τὰ φιλυπόστροφα», δηλ. τὰ ὑποτροπιάζοντα.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui revient, qui est de retour.<br />'''Étymologie:''' ὑποτρέπω.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth