Anonymous

ὑφαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(fai/nw
|Beta Code=u(fai/nw
|Definition=[ῠ], Ion. impf.<br><span class="bld">A</span> ὑφαίνεσκον Od.19.149: fut. ὑφᾰνῶ Ar.Ec. 654 (anap.): aor. ὕφηνα Od.4.739, 13.303, Ar.Lys.586, etc.; later ὕφᾱνα, LXXJd.16.14, Inscr.Délos 442 A206 (ii B. C.), AP6.265 (Noss.), Hymn.Is.14; as Dor. form, B.5.9, al.: pf. ὕφαγκα (συν-) D.H.Comp. 18, (παρ-) Ph.Byz.Mir.2.5:—Med., v. infr.: aor. ὑφηνάμην Pl.Phd. 87b, X.Mem.3.11.6:—Pass., aor. ὑφάνθην Pl.Ti.72c, (ἐν-, συν-) Hdt. 1.203, 5.105: pf. ὕφασμαι Antiph.99, Luc.VH1.18, (ἐν-) Hdt. 3.47, (παρ-) X.Cyr.5.4.48, but 3sg. ὕφανται S.E.M.8.129; a form ὑφήφασμαι is cited in Suid., ὑφήφανται in Phryn.PSp.32 B., ὑφήφασται Choerob. in Theod.2.91 H., ὑφύφασται Zenod. ap. EM785.46, Eust.1436.51: cf. [[ἐξυφαίνω]]. [ῠ exc. in augm. tenses.]:—[[weave]], freq. in Hom., who always joins ἱστὸν ὑφαίνειν (cf. [[ὑφάω]]), Il.6.456, Od.2.104, al.; except in 13.108, φάρε' ὑφαίνουσιν; so ὑ. ὕφασμα E.Ion 1417; χλαῖναν Ar.Lys.586; ἱμάτιον Pl.Hp.Mi.368c; ἐν εὐπήνοις ὑφαῖς ὑ. τι E.IT814; ἐν Ἐκβατάνοισι ταῦθ' ὑφαίνεται Ar.V.1143; ἀράχνια ὑ., of spiders, Arist.HA542a13, cf. 623a8: abs., [[weave]], [[ply the loom]], Hdt.2.35; αἱ ὑφαίνουσαι Arist.GA717a36; αἴγειροι πτελέαι τε ἐΰσκιον ἄλσος ὕφαινον Theoc.7.8 (cj. Heinsius for [[ἔφαινον]]):— Med., [[ἱμάτιον]] [[ὑφαίνεσθαι]] Pl.Phd.87b, cf. X.Mem.3.11.6 sq.:—Pass., [[λίθος]] ὑφαινομένη, i.e. [[asbestos]], Str.10.1.6.<br><span class="bld">II</span> [[contrive]], [[plan]], of all [[scheme]]s, good or bad, which are craftily imagined, freq. in Hom.; πυκινὸν δόλον ἄλλον ὕφαινε Il.6.187; ἔνδοθι μῆτιν ὑ. Od.4.678; ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ὑφήνας ib.739; μῆτιν ὕφαινε μετὰ φρεσίν Hes.Sc.28, cf. B.16.51; δόλους καὶ μῆτιν ὑ. Od.9.422; μύθους καὶ μήδεα πᾶσιν ὑ. Il.3.212, cf. Call.Fr.3ii10P. (Pass.); ταῦθ' ὕφηναν ἡμῖν ἐπὶ τυραννίδι this was the [[plot]] they laid against us to [[bring]] in [[tyranny]], Ar.Lys. 630; πάντα . . ἐκ φρενὸς ὑφάνασα Hymn.Is.14:—Med., Nicopho 5: but [[ὑφαίνεται]] is [[falsa lectio|f.l.]] for [[ὑφαίνετε]] in Lyr.Adesp.ap. Stob.1.5.11 (v. NauckTGF2p.xx).<br><span class="bld">III</span> generally, [[create]], [[construct]], [[οἰκοδόμημα|οἰκοδομήματα]] Pl.Criti.116b; ὄλβον Pi.P.4.141; θεμείλια Φοῖβος ὑφαίνει he [[lay]]s the [[foundation]], Call.Ap.57; κηρὸν ὑ. Tryph.536:—Pass., ἀναίμου ὑφανθέντος [τοῦ σπληνός] Pl.Ti.72c.<br><span class="bld">2</span> [[compose]], [[write]], ποικίλον ἄνδημα (metaph. of an ode) Pi.Fr.179; ὕμνον B.5.9. (ὑφαίνω, cf. [[ὑφή]], [[ὕφος]], OE. wefan '[[weave]]', Skt. ubhnāti '[[hold together]], [[cover]], [[bind]]'.)
|Definition=[ῠ], Ion. impf.<br><span class="bld">A</span> ὑφαίνεσκον Od.19.149: fut. ὑφᾰνῶ Ar.Ec. 654 (anap.): aor. ὕφηνα Od.4.739, 13.303, Ar.Lys.586, etc.; later ὕφᾱνα, LXXJd.16.14, Inscr.Délos 442 A206 (ii B. C.), AP6.265 (Noss.), Hymn.Is.14; as Dor. form, B.5.9, al.: pf. ὕφαγκα (συν-) D.H.Comp. 18, (παρ-) Ph.Byz.Mir.2.5:—Med., v. infr.: aor. ὑφηνάμην Pl.Phd. 87b, X.Mem.3.11.6:—Pass., aor. ὑφάνθην Pl.Ti.72c, (ἐν-, συν-) Hdt. 1.203, 5.105: pf. ὕφασμαι Antiph.99, Luc.VH1.18, (ἐν-) Hdt. 3.47, (παρ-) X.Cyr.5.4.48, but 3sg. ὕφανται S.E.M.8.129; a form ὑφήφασμαι is cited in Suid., ὑφήφανται in Phryn.PSp.32 B., ὑφήφασται Choerob. in Theod.2.91 H., ὑφύφασται Zenod. ap. EM785.46, Eust.1436.51: cf. [[ἐξυφαίνω]]. [ῠ exc. in augm. tenses.]:—[[weave]], freq. in Hom., who always joins ἱστὸν ὑφαίνειν (cf. [[ὑφάω]]), Il.6.456, Od.2.104, al.; except in 13.108, φάρε' ὑφαίνουσιν; so ὑ. ὕφασμα E.Ion 1417; χλαῖναν Ar.Lys.586; ἱμάτιον Pl.Hp.Mi.368c; ἐν εὐπήνοις ὑφαῖς ὑ. τι E.IT814; ἐν Ἐκβατάνοισι ταῦθ' ὑφαίνεται Ar.V.1143; ἀράχνια ὑ., of spiders, Arist.HA542a13, cf. 623a8: abs., [[weave]], [[ply the loom]], Hdt.2.35; αἱ ὑφαίνουσαι Arist.GA717a36; αἴγειροι πτελέαι τε ἐΰσκιον ἄλσος ὕφαινον Theoc.7.8 (cj. Heinsius for [[ἔφαινον]]):— Med., [[ἱμάτιον]] [[ὑφαίνεσθαι]] Pl.Phd.87b, cf. X.Mem.3.11.6 sq.:—Pass., [[λίθος]] ὑφαινομένη, i.e. [[asbestos]], Str.10.1.6.<br><span class="bld">II</span> [[contrive]], [[plan]], of all [[scheme]]s, good or bad, which are craftily imagined, freq. in Hom.; πυκινὸν δόλον ἄλλον ὕφαινε Il.6.187; ἔνδοθι μῆτιν ὑ. Od.4.678; ἐνὶ φρεσὶ μῆτιν ὑφήνας ib.739; μῆτιν ὕφαινε μετὰ φρεσίν Hes.Sc.28, cf. B.16.51; δόλους καὶ μῆτιν ὑ. Od.9.422; μύθους καὶ μήδεα πᾶσιν ὑ. Il.3.212, cf. Call.Fr.3ii10P. (Pass.); ταῦθ' ὕφηναν ἡμῖν ἐπὶ τυραννίδι this was the [[plot]] they laid against us to [[bring]] in [[tyranny]], Ar.Lys. 630; πάντα . . ἐκ φρενὸς ὑφάνασα Hymn.Is.14:—Med., Nicopho 5: but [[ὑφαίνεται]] is [[falsa lectio|f.l.]] for [[ὑφαίνετε]] in Lyr.Adesp.ap. Stob.1.5.11 (v. NauckTGF2p.xx).<br><span class="bld">III</span> generally, [[create]], [[construct]], [[οἰκοδόμημα|οἰκοδομήματα]] Pl.Criti.116b; ὄλβον Pi.P.4.141; θεμείλια Φοῖβος ὑφαίνει he [[lay]]s the [[foundation]], Call.Ap.57; κηρὸν ὑ. Tryph.536:—Pass., ἀναίμου ὑφανθέντος [τοῦ σπληνός] Pl.Ti.72c.<br><span class="bld">2</span> [[compose]], [[write]], ποικίλον ἄνδημα (metaph. of an ode) Pi.Fr.179; ὕμνον B.5.9. (ὑφαίνω, cf. [[ὑφή]], [[ὕφος]], OE. wefan '[[weave]]', Skt. ubhnāti '[[hold together]], [[cover]], [[bind]]'.)
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑφανῶ, <i>ao.</i> [[ὕφηνα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f. inus., ao.</i> ὑφάνθην, <i>pf.</i> ὕφασμαι, ὕφασαι, ὕφανται, ὑφάσμεθα, ὕφασθε;<br />tisser : [[ἱστόν]] IL, OD une voile ; φάρε’ ὑφ. OD confectionner un voile ; <i>fig.</i> δόλον IL, μῆτιν OD ourdir une ruse, une intrigue ; συγγραφήν ÉL composer un écrit;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑφαίνομαι (<i>ao.</i> ὑφηνάμην) tisser pour soi : [[ἱμάτιον]] PLAT se tisser un vêtement.<br />'''Étymologie:''' R. Ὑφ, tisser ; cf. [[ὑφή]], [[ὕμνος]] ; de i.-e. *Hebh, cf. web.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑφαίνω''': [ῠ], Ἰων. παρατατ. ὑφαίνεσκον Ὀδ. Τ. 149· μέλλ. ὑφᾰνῶ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 654· ἀόρ. ὕφηνα Ὀδ. Δ. 739, Ν. 303, Ἀττ. μεταγεν. ὕφᾱνα Ἀνθ. Π. 6. 265· πρκμ. ὕφαγκα (συν-) Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 18. ― Μέσ., ἴδε κατωτ.· ἀόρ. ὑφηνάμην Πλάτ., Ξεν.· ― Παθ., ἀόρ. ὑφάνθην Πλάτ. Τίμ. 72C (ἐν-, συν-) Ἡρόδ.· πρκμ. ὕφασμαι Ἀντιφάνης ἐν «Εὐπλοίᾳ» 2, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 18, (ἐν-) Ἡρόδ. 3. 47· (παρ-) Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 4, 48, ἀλλὰ γ΄ ἑνικ. ὕφανται Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 139· [[τύπος]] τις ὑφήφασμαι μνημονεύεται ἐν τοῖς Α. Β. 20, Σουΐδ., ὑφύφασμαι δὲ παρ’ Εὐστ. 1436. 51, Ἐτυμολογικ. Μέγ. 785. 46, πρβλ. [[ἐξυφαίνω]]. (Ἐκ τῆς √ΥΦ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ὑφάω, ὑφή, ὕφος· πρβλ. Σανσκρ. vabh ἐν τῷ ûrna-vabhis (ἡ ὑφαίνουσα [[νῆμα]], δηλ. [[ἀράχνη]])· Ἀρχ. Γερμ. web-an ([[ὑφαίνω]], Ἀγγλ. to weave)· Ἀρχ. Σαξον. webbi· πρβλ. καὶ [[ὕμνος]].) [ῠ, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τοῖς μετ’ αὐξήσεως χρόνοις.] Ὡς καὶ νῦν, [[ὑφαίνω]], συχν. παρ’ Ὁμ., [[ἔνθα]] ἀείποτε μετὰ τῆς λέξεως [[ἱστός]], ἱστὸν ὑφαίνειν (πρβλ. [[ὑφάω]]), Ἰλ. Ζ. 456, Ὀδ. Β. 104, κλπ.· πλὴν ἐν Ν. 108, φάρε’ ὑφαίνουσιν· [[οὕτως]], ὑφ. [[ὕφασμα]] Εὐρ. Ἴων 1417· χλαῖναν Ἀριστοφ. Λυσ. 586· [[ἱμάτιον]] Πλάτ. Ἱππ. Ἑλάττ. 386C· ἐν εὐπήνοις ὑφαῖς [[ὑφαίνω]] τι Εὐρ. Ἰφιγ. ἐν Ταύρ. 814· [[ταῦτα]] ἐν Ἐκβατάνοισι Ἀριστοφ. Σφ. 1143· ἀράχνια ὑφ., ἐπὶ ἀραχνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 4. πρβλ. 9. 39, 3· ― ἀπολ., ὑφαίνουσι δὲ οἱ μὲν ἄλλοι ἄνω τὴν κρόκην ὠθέοντες, Αἰγύπτιοι δὲ [[κάτω]] Ἡρόδ. 2. 35· αἱ ὑφαίνουσαι Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 1. 4, 6· ― ἐν Θεοκρ. 7. 8, ὁ Heinsius διώρθωσεν αἴγειροι πτελέαι τε ἐΰσκιον [[ἄλσος]] ὕφαινον (ἀντὶ ἔφαινον), ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλ. vites umbracula texunt. ― Μέσ., [[ἱμάτιον]] ὑφαίνεσθαι Πλάτ. Φαίδων 87Β, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 11. 6 κἑξ.· ― Παθ., [[λίθος]] ὑφαινομένη, δηλ. ἄσβεστος (ΙΙ. 2), [[ἀμίαντος]], «ἐν δὲ τῇ Καρύστῳ καὶ ἡ [[λίθος]] φύεται ἡ ξαινομένη καὶ ὑφαινομένη, [[ὥστε]] τὰ ὕφη χειρόμακτρα γίνεσθαι, ῥυπωθέντα δὲ εἰς φλόγα βάλλεσθαι καὶ ἀποκαθαίρεσθαι» Στράβ. 446. ΙΙ. μηχανῶμαι, [[ἐφευρίσκω]] πανούργως, ὡς τὰ ῥήματα ῥάπτειν, ὑπορράπτειν, Λατ. [[texere]], ἐπὶ πάσης ἐπινοίας καλῆς ἢ κακῆς μετά τινος δεξιότητος ἐπινοουμένης, συχν. παρ’ Ὁμ., πυκινὸν δόλον ἄλλον ὕφαινε Ἰλ. Ζ. 187· ἔνδοθε μῆτιν ὑφ. Ὀδ. Δ. 678. ἐνὶ φρεσί, μετὰ φρεσὶ μῆτιν ὑφήνας [[αὐτόθι]] 739, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 28· δόλους καὶ μῆτιν ὑφ. Ὀδ. Ι. 422· μύθους καὶ μήδεα πᾶσιν ὑφ. Ἰλ. Γ. 212· ταῦθ’ ὕφηναν ἡμῖν ἐπὶ τυραννίδι, [[ταῦτα]] παρεσκεύασαν [[ἐναντίον]] ἡμῶν διὰ νὰ εἰσαγάγωσι τὴν τυραννίδα, Ἀριστοφ. Λυσ. 630· πάντα... ἐκ φρενὸς ὑφάνασα Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1028. 14. ― Μέσ., Σοφ. Ἀποσπ. 604, πρβλ. Νικοφῶντα ἐν «Πανδώρᾳ» 1. ΙΙΙ. [[καθόλου]], δημιουργῶ, [[παρασκευάζω]], [[κατασκευάζω]], οἰκοδομήματα Πλάτ. Κριτί. 116Β· ὄλβον Πινδ. Π. 4. 250· [[θεμείλια]] Φοῖβος ὑφαίνει, καταβάλλει τὰ θεμέλια, Καλλιμ. ὕμν. Ἀπόλλ. 56· κηρὸν ὑφ. Τρυφιοδ. (γρ. Τριφ-.) 536. ― Παθ., ἅτε κοίλου καὶ ἀναίμου ὑφανθέντος (τοῦ σπληνὸς) Πλάτ. Τίμ. 72C. 2) ὡς τὸ Λατιν. [[texere]], [[συντίθημι]], [[συγγράφω]], Πινδ. Ἀποσπ. 149 (170), Χριστοδ. Ἔκφρ. 70, κλπ.
|lstext='''ὑφαίνω''': [ῠ], Ἰων. παρατατ. ὑφαίνεσκον Ὀδ. Τ. 149· μέλλ. ὑφᾰνῶ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 654· ἀόρ. ὕφηνα Ὀδ. Δ. 739, Ν. 303, Ἀττ. μεταγεν. ὕφᾱνα Ἀνθ. Π. 6. 265· πρκμ. ὕφαγκα (συν-) Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 18. ― Μέσ., ἴδε κατωτ.· ἀόρ. ὑφηνάμην Πλάτ., Ξεν.· ― Παθ., ἀόρ. ὑφάνθην Πλάτ. Τίμ. 72C (ἐν-, συν-) Ἡρόδ.· πρκμ. ὕφασμαι Ἀντιφάνης ἐν «Εὐπλοίᾳ» 2, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 18, (ἐν-) Ἡρόδ. 3. 47· (παρ-) Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 4, 48, ἀλλὰ γ΄ ἑνικ. ὕφανται Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 139· [[τύπος]] τις ὑφήφασμαι μνημονεύεται ἐν τοῖς Α. Β. 20, Σουΐδ., ὑφύφασμαι δὲ παρ’ Εὐστ. 1436. 51, Ἐτυμολογικ. Μέγ. 785. 46, πρβλ. [[ἐξυφαίνω]]. (Ἐκ τῆς √ΥΦ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ὑφάω, ὑφή, ὕφος· πρβλ. Σανσκρ. vabh ἐν τῷ ûrna-vabhis (ἡ ὑφαίνουσα [[νῆμα]], δηλ. [[ἀράχνη]])· Ἀρχ. Γερμ. web-an ([[ὑφαίνω]], Ἀγγλ. to weave)· Ἀρχ. Σαξον. webbi· πρβλ. καὶ [[ὕμνος]].) [ῠ, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τοῖς μετ’ αὐξήσεως χρόνοις.] Ὡς καὶ νῦν, [[ὑφαίνω]], συχν. παρ’ Ὁμ., [[ἔνθα]] ἀείποτε μετὰ τῆς λέξεως [[ἱστός]], ἱστὸν ὑφαίνειν (πρβλ. [[ὑφάω]]), Ἰλ. Ζ. 456, Ὀδ. Β. 104, κλπ.· πλὴν ἐν Ν. 108, φάρε’ ὑφαίνουσιν· [[οὕτως]], ὑφ. [[ὕφασμα]] Εὐρ. Ἴων 1417· χλαῖναν Ἀριστοφ. Λυσ. 586· [[ἱμάτιον]] Πλάτ. Ἱππ. Ἑλάττ. 386C· ἐν εὐπήνοις ὑφαῖς [[ὑφαίνω]] τι Εὐρ. Ἰφιγ. ἐν Ταύρ. 814· [[ταῦτα]] ἐν Ἐκβατάνοισι Ἀριστοφ. Σφ. 1143· ἀράχνια ὑφ., ἐπὶ ἀραχνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 4. πρβλ. 9. 39, 3· ― ἀπολ., ὑφαίνουσι δὲ οἱ μὲν ἄλλοι ἄνω τὴν κρόκην ὠθέοντες, Αἰγύπτιοι δὲ [[κάτω]] Ἡρόδ. 2. 35· αἱ ὑφαίνουσαι Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 1. 4, 6· ― ἐν Θεοκρ. 7. 8, ὁ Heinsius διώρθωσεν αἴγειροι πτελέαι τε ἐΰσκιον [[ἄλσος]] ὕφαινον (ἀντὶ ἔφαινον), ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλ. vites umbracula texunt. ― Μέσ., [[ἱμάτιον]] ὑφαίνεσθαι Πλάτ. Φαίδων 87Β, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 11. 6 κἑξ.· ― Παθ., [[λίθος]] ὑφαινομένη, δηλ. ἄσβεστος (ΙΙ. 2), [[ἀμίαντος]], «ἐν δὲ τῇ Καρύστῳ καὶ ἡ [[λίθος]] φύεται ἡ ξαινομένη καὶ ὑφαινομένη, [[ὥστε]] τὰ ὕφη χειρόμακτρα γίνεσθαι, ῥυπωθέντα δὲ εἰς φλόγα βάλλεσθαι καὶ ἀποκαθαίρεσθαι» Στράβ. 446. ΙΙ. μηχανῶμαι, [[ἐφευρίσκω]] πανούργως, ὡς τὰ ῥήματα ῥάπτειν, ὑπορράπτειν, Λατ. [[texere]], ἐπὶ πάσης ἐπινοίας καλῆς ἢ κακῆς μετά τινος δεξιότητος ἐπινοουμένης, συχν. παρ’ Ὁμ., πυκινὸν δόλον ἄλλον ὕφαινε Ἰλ. Ζ. 187· ἔνδοθε μῆτιν ὑφ. Ὀδ. Δ. 678. ἐνὶ φρεσί, μετὰ φρεσὶ μῆτιν ὑφήνας [[αὐτόθι]] 739, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 28· δόλους καὶ μῆτιν ὑφ. Ὀδ. Ι. 422· μύθους καὶ μήδεα πᾶσιν ὑφ. Ἰλ. Γ. 212· ταῦθ’ ὕφηναν ἡμῖν ἐπὶ τυραννίδι, [[ταῦτα]] παρεσκεύασαν [[ἐναντίον]] ἡμῶν διὰ νὰ εἰσαγάγωσι τὴν τυραννίδα, Ἀριστοφ. Λυσ. 630· πάντα... ἐκ φρενὸς ὑφάνασα Ἑλλ. Ἐπιγρ. 1028. 14. ― Μέσ., Σοφ. Ἀποσπ. 604, πρβλ. Νικοφῶντα ἐν «Πανδώρᾳ» 1. ΙΙΙ. [[καθόλου]], δημιουργῶ, [[παρασκευάζω]], [[κατασκευάζω]], οἰκοδομήματα Πλάτ. Κριτί. 116Β· ὄλβον Πινδ. Π. 4. 250· [[θεμείλια]] Φοῖβος ὑφαίνει, καταβάλλει τὰ θεμέλια, Καλλιμ. ὕμν. Ἀπόλλ. 56· κηρὸν ὑφ. Τρυφιοδ. (γρ. Τριφ-.) 536. ― Παθ., ἅτε κοίλου καὶ ἀναίμου ὑφανθέντος (τοῦ σπληνὸς) Πλάτ. Τίμ. 72C. 2) ὡς τὸ Λατιν. [[texere]], [[συντίθημι]], [[συγγράφω]], Πινδ. Ἀποσπ. 149 (170), Χριστοδ. Ἔκφρ. 70, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑφανῶ, <i>ao.</i> [[ὕφηνα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f. inus., ao.</i> ὑφάνθην, <i>pf.</i> ὕφασμαι, ὕφασαι, ὕφανται, ὑφάσμεθα, ὕφασθε;<br />tisser : [[ἱστόν]] IL, OD une voile ; φάρε’ ὑφ. OD confectionner un voile ; <i>fig.</i> δόλον IL, μῆτιν OD ourdir une ruse, une intrigue ; συγγραφήν ÉL composer un écrit;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑφαίνομαι (<i>ao.</i> ὑφηνάμην) tisser pour soi : [[ἱμάτιον]] PLAT se tisser un vêtement.<br />'''Étymologie:''' R. Ὑφ, tisser ; cf. [[ὑφή]], [[ὕμνος]] ; de i.-e. *Hebh, cf. web.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth