Anonymous

ὠτός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>gén. de</i> [[οὖς]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠτός''': -οῦ, ἢ ὦτος, ου, ὁ, μακρόωτος γλαῦξ, «μποῦφος». Strix otus, ὁ δ’ ὠτὸς [[ὅμοιος]] ταῖς γλαυξί, καὶ περὶ τὰ ὦτα πτερύγια ἔχων Ἀριστ. π. τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 12, 12 ([[ἔνθα]] προστίθησιν, [[ἔνιοι]] δ’ αὐτὸν νυκτικόρακα καλοῦσιν), πρβλ. Πλούτ. 2. 961Ε· ὁ Ἀθήν. (390C) φαίνεται ὅτι ταυτίζει τὸ πτηνὸν τοῦτο πρὸς τὴν ὠτίδα, ἀλλ’ [[ἡμαρτημένως]]. ΙΙ. [[ἄνθρωπος]] εὐχερῶς ἐξαπατώμενος, [[μωρός]], «μποῦφος», «ὦτος [[ὄρνεον]], ὃ περὶ τὰ ὦτα ἔχει πτερύγια τοῦτο ἐπαινούμενον καὶ ἀντορχούμενον, [[ὥσπερ]] [[νυκτικόραξ]] ἁλίσκεται· διὸ τοὺς χαύνους καὶ κενοδόξους ὤτους ἐκάλουν» Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 561. 7.
|lstext='''ὠτός''': -οῦ, ἢ ὦτος, ου, ὁ, μακρόωτος γλαῦξ, «μποῦφος». Strix otus, ὁ δ’ ὠτὸς [[ὅμοιος]] ταῖς γλαυξί, καὶ περὶ τὰ ὦτα πτερύγια ἔχων Ἀριστ. π. τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 12, 12 ([[ἔνθα]] προστίθησιν, [[ἔνιοι]] δ’ αὐτὸν νυκτικόρακα καλοῦσιν), πρβλ. Πλούτ. 2. 961Ε· ὁ Ἀθήν. (390C) φαίνεται ὅτι ταυτίζει τὸ πτηνὸν τοῦτο πρὸς τὴν ὠτίδα, ἀλλ’ [[ἡμαρτημένως]]. ΙΙ. [[ἄνθρωπος]] εὐχερῶς ἐξαπατώμενος, [[μωρός]], «μποῦφος», «ὦτος [[ὄρνεον]], ὃ περὶ τὰ ὦτα ἔχει πτερύγια τοῦτο ἐπαινούμενον καὶ ἀντορχούμενον, [[ὥσπερ]] [[νυκτικόραξ]] ἁλίσκεται· διὸ τοὺς χαύνους καὶ κενοδόξους ὤτους ἐκάλουν» Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 561. 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>gén. de</i> [[οὖς]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὠτός:'''<br /><b class="num">I</b> gen. к [[οὖς]].<br /><b class="num">II</b> ὁ Arst. = [[ὦτος]].
|elrutext='''ὠτός:'''<br /><b class="num">I</b> gen. к [[οὖς]].<br /><b class="num">II</b> ὁ Arst. = [[ὦτος]].
}}
}}