Anonymous

ῥόθος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0847.png Seite 847]] ὁ, das Geräusch, Gebrause, bes. der anschlagenden Wellen, das Rauschen des fließenden Stromes, das Plätschern u. Klatschen der Ruder; Aesch. sagt auch Περσίδος γλώσσης [[ῥόθος]], das Gebrause des persischen Geschreies, Pers. 398. – Übertr., rasche Bewegung, Schwung, τῆς δὲ Δίκης [[ῥόθος]] ἑλκομένης ᾖ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι, die Gerechtigkeit hat ihren schnellen Schwung, geht ihren Weg, wohin geschenkfressende Männer sie auch schleppen mögen, Hes. O. 222, ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι, mit [[einem]] Angriff, Aesch. Pers. 454; sp. D., πτερύγων [[ῥόθος]] Opp. Hal. 5, 17. – Auch ein jäher, schroffer Felsenpfad, bei den Böotern, Proclus ad Hes. a. a. O.; übh. Weg, Gang, αἰγός, Nic. Ther. 672.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0847.png Seite 847]] ὁ, das Geräusch, Gebrause, bes. der anschlagenden Wellen, das Rauschen des fließenden Stromes, das Plätschern u. Klatschen der Ruder; Aesch. sagt auch Περσίδος γλώσσης [[ῥόθος]], das Gebrause des persischen Geschreies, Pers. 398. – Übertr., rasche Bewegung, Schwung, τῆς δὲ Δίκης [[ῥόθος]] ἑλκομένης ᾖ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι, die Gerechtigkeit hat ihren schnellen Schwung, geht ihren Weg, wohin geschenkfressende Männer sie auch schleppen mögen, Hes. O. 222, ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι, mit [[einem]] Angriff, Aesch. Pers. 454; sp. D., πτερύγων [[ῥόθος]] Opp. Hal. 5, 17. – Auch ein jäher, schroffer Felsenpfad, bei den Böotern, Proclus ad Hes. a. a. O.; übh. Weg, Gang, αἰγός, Nic. Ther. 672.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />bruit de choses qui se heurtent :<br /><b>1</b> bruit des vagues;<br /><b>2</b> bruit de voix;<br /><b>3</b> bond, élan (d’une troupe).<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. établie.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥόθος''': ὁ, [[ἦχος]] [[ὁρμητικός]], [[θόρυβος]], [[πάταγος]], ἢ [[θορυβώδης]] [[ἦχος]] τῶν κυμάτων, ὁ [[πάταγος]] τῆς κώπης πληττούσης τὴν θάλασσαν, ἐξ ἑνὸς ῥόθου, μὲ ἓν [[κτύπημα]], δηλ. ἐν τῷ ἅμα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 462, πρβλ. [[κέλευσμα]]· ποταμοὶ ῥόθῳ φερόμενοι Κλήμ. Ἀλ. 122. 2) ἐπὶ παντὸς συγκεχυμένου, ἀνάρθρου ἤχου, Περσίδος γλώσσης ῥ., ὁ [[θορυβώδης]] [[ἦχος]] τῆς Περσικῆς (ὅ ἐστι βαρβάρου) γλώσσης, Αισχύλ. Πέρσ. 406. 3) ἐπὶ πάσης ὁρμητικῆς κινήσεως, τῆς δὲ Δίκης [[ῥόθος]] ἑλκομένης, ᾗ κ’ ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι, σκολιαῖς δὲ δίκαις κρίνωσι θέμιστας, «τῆς δὲ δικαιοσύνης ἑλκομένης, καὶ μετατρεπομένης, ᾗ καὶ [[ὅπου]] ἄν ἄγωσιν αὐτὴν οἱ δωροφάγοι κριταί, [[ῥόθος]] καὶ [[ἦχος]] καὶ [[θόρυβος]] γίνεται τῶν ἀδικουμένων, [[δηλονότι]] ὀδυρομένων καὶ θρηνούντων» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἑργ. κ. Ἡμ. 222· πτερύγων ῥ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 17· αἰγὸς ῥ., αἰγὸς [[πάτημα]] ἢ [[πορεία]], Νικ. Θηρ. 672. (Κατ’ ὀνοματοποιΐαν ὡς αἱ λέξεις [[ῥοῖβδος]], [[ῥοῖζος]]). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥόθον· τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», καὶ «ῥόθῳ ὁρμῇ μετὰ ψόφου». ― Ἴδε Γ. Χατζηδάκι περὶ τοῦ Γλωσσ. Ζητήματος ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, 190.
|lstext='''ῥόθος''': ὁ, [[ἦχος]] [[ὁρμητικός]], [[θόρυβος]], [[πάταγος]], ἢ [[θορυβώδης]] [[ἦχος]] τῶν κυμάτων, ὁ [[πάταγος]] τῆς κώπης πληττούσης τὴν θάλασσαν, ἐξ ἑνὸς ῥόθου, μὲ ἓν [[κτύπημα]], δηλ. ἐν τῷ ἅμα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 462, πρβλ. [[κέλευσμα]]· ποταμοὶ ῥόθῳ φερόμενοι Κλήμ. Ἀλ. 122. 2) ἐπὶ παντὸς συγκεχυμένου, ἀνάρθρου ἤχου, Περσίδος γλώσσης ῥ., ὁ [[θορυβώδης]] [[ἦχος]] τῆς Περσικῆς (ὅ ἐστι βαρβάρου) γλώσσης, Αισχύλ. Πέρσ. 406. 3) ἐπὶ πάσης ὁρμητικῆς κινήσεως, τῆς δὲ Δίκης [[ῥόθος]] ἑλκομένης, ᾗ κ’ ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι, σκολιαῖς δὲ δίκαις κρίνωσι θέμιστας, «τῆς δὲ δικαιοσύνης ἑλκομένης, καὶ μετατρεπομένης, ᾗ καὶ [[ὅπου]] ἄν ἄγωσιν αὐτὴν οἱ δωροφάγοι κριταί, [[ῥόθος]] καὶ [[ἦχος]] καὶ [[θόρυβος]] γίνεται τῶν ἀδικουμένων, [[δηλονότι]] ὀδυρομένων καὶ θρηνούντων» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἑργ. κ. Ἡμ. 222· πτερύγων ῥ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 17· αἰγὸς ῥ., αἰγὸς [[πάτημα]] ἢ [[πορεία]], Νικ. Θηρ. 672. (Κατ’ ὀνοματοποιΐαν ὡς αἱ λέξεις [[ῥοῖβδος]], [[ῥοῖζος]]). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥόθον· τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», καὶ «ῥόθῳ ὁρμῇ μετὰ ψόφου». ― Ἴδε Γ. Χατζηδάκι περὶ τοῦ Γλωσσ. Ζητήματος ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, 190.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />bruit de choses qui se heurtent :<br /><b>1</b> bruit des vagues;<br /><b>2</b> bruit de voix;<br /><b>3</b> bond, élan (d’une troupe).<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. établie.
}}
}}
{{Slater
{{Slater