Anonymous

ῥόθος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />bruit de choses qui se heurtent :<br /><b>1</b> bruit des vagues;<br /><b>2</b> bruit de voix;<br /><b>3</b> bond, élan (d’une troupe).<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. établie.
|btext=ου (ὁ) :<br />bruit de choses qui se heurtent :<br /><b>1</b> bruit des vagues;<br /><b>2</b> bruit de voix;<br /><b>3</b> bond, élan (d’une troupe).<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. établie.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥόθος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[шум]], [[гам]] (Περσίδος γλώσσης Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[стремительность]], [[натиск]]: ἐξ ἑνὸς ῥόθου Aesch. единым натиском, разом; τῆς Δίκης ῥ. неуклонный ход Справедливости.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥόθος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[ορμητικός]], [[θορυβώδης]] [[ήχος]], [[παφλασμός]] κυμάτων ή [[πάταγος]] κουπιών· <i>ἐξ ἑνὸς ῥόθου</i>, με ένα [[χτύπημα]], δηλ. [[αμέσως]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[κάθε]] είδους συγκεχυμένο, άναρθρο ήχο, Περσίδος γλώσσης [[ῥόθος]], ο [[θορυβώδης]] [[ήχος]] της περσικής (δηλ. της βαρβαρικής) γλώσσας, στον ίδ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
|lsmtext='''ῥόθος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[ορμητικός]], [[θορυβώδης]] [[ήχος]], [[παφλασμός]] κυμάτων ή [[πάταγος]] κουπιών· <i>ἐξ ἑνὸς ῥόθου</i>, με ένα [[χτύπημα]], δηλ. [[αμέσως]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[κάθε]] είδους συγκεχυμένο, άναρθρο ήχο, Περσίδος γλώσσης [[ῥόθος]], ο [[θορυβώδης]] [[ήχος]] της περσικής (δηλ. της βαρβαρικής) γλώσσας, στον ίδ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
{{elru
|elrutext='''ῥόθος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[шум]], [[гам]] (Περσίδος γλώσσης Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[стремительность]], [[натиск]]: ἐξ ἑνὸς ῥόθου Aesch. единым натиском, разом; τῆς Δίκης ῥ. неуклонный ход Справедливости.
}}
}}
{{etym
{{etym