Anonymous

ῥεῦμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0838.png Seite 838]] τό, das Fließende, die Fluth, der Fluß, Strom; Tragg., wie Aesch. Prom. 300; Soph. O. C. 158; Her. 8, 12 u. sonst, immer im plur., auch das Flußbett, 2, 20. 24, u. A.; Thuc. 4, 75; ἐλαίου, Plat. Theaet. 144 b; φλεβῶν, Tim. 29 a; Pol. vrbdt ποταμὸς [[ἄβατος]] διὰ τὸ [[πλῆθος]] τοῦ ῥεύματος, 1, 75, 5. – Übertr. von jeder großen Menge, μεγάλῳ ῥεύματι φωτῶν, Aesch. Pers. 88; στρατοῦ, 404; ἐςιδὼν πολλῷ ῥεύματι προσνισσομένους, Soph. Ant. 129; Eur. στρατοῦ, I. T. 1437; μελισσῶν, Antiphil. 29 (IX, 404); auch κλαυθμῶν καὶ ὀδυρμῶν, Plut. cons. ad ux. 4; auch Heftigkeit, μετὰ πολλοῦ ῥεύματος εἰς τὴν Στοὰν φερόμενος, de garrul. 23. – Bei den Aerzten der im Körper herumziehende Krankheitsstoff, Fluß, Rheuma, Plut. Mar. 34 u. sonst, auch Bauchfluß. – Übertr. drückt es auch das Wechseln, das Veränderliche aus, τύχης, Glückswechsel, Menand.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0838.png Seite 838]] τό, das Fließende, die Fluth, der Fluß, Strom; Tragg., wie Aesch. Prom. 300; Soph. O. C. 158; Her. 8, 12 u. sonst, immer im plur., auch das Flußbett, 2, 20. 24, u. A.; Thuc. 4, 75; ἐλαίου, Plat. Theaet. 144 b; φλεβῶν, Tim. 29 a; Pol. vrbdt ποταμὸς [[ἄβατος]] διὰ τὸ [[πλῆθος]] τοῦ ῥεύματος, 1, 75, 5. – Übertr. von jeder großen Menge, μεγάλῳ ῥεύματι φωτῶν, Aesch. Pers. 88; στρατοῦ, 404; ἐςιδὼν πολλῷ ῥεύματι προσνισσομένους, Soph. Ant. 129; Eur. στρατοῦ, I. T. 1437; μελισσῶν, Antiphil. 29 (IX, 404); auch κλαυθμῶν καὶ ὀδυρμῶν, Plut. cons. ad ux. 4; auch Heftigkeit, μετὰ πολλοῦ ῥεύματος εἰς τὴν Στοὰν φερόμενος, de garrul. 23. – Bei den Aerzten der im Körper herumziehende Krankheitsstoff, Fluß, Rheuma, Plut. Mar. 34 u. sonst, auch Bauchfluß. – Übertr. drückt es auch das Wechseln, das Veränderliche aus, τύχης, Glückswechsel, Menand.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />écoulement, flux :<br /><b>1</b> eau qui coule;<br /><b>2</b> écoulement d’un liquide <i>en gén. ; particul.</i> écoulement d’humeurs ; rhumatisme;<br /><b>3</b> <i>p. anal.</i> affluence, <i>en gén.</i> flot d’hommes, torrent de larmes.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ couler, &gt; ῥευ-, v. [[ῥέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥεῦμα''': τό, ([[ῥέω]]) τὸ [[ῥέον]], [[ῥεῦμα]], ῥύσις, Αἰσχύλ. Πρ. 139, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 11· μειλιχίων ποτῶν [[ῥεῦμα]] Σοφ. Ο. Τ. 160· ἐλαίου ῥ. ἀψοφητὶ ῥέοντος Πλάτ. Θεαίτ. 144Β· - μεταφορ., ῥ. αὔξης καὶ τροφῆς, ὄψεως Πλάτ. Τίμ. 44Β, 45C. 2) [[ῥεῦμα]] ποταμοῦ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 20, 24· ῥ. ἰσχυρὰ ὁ αὐτ. 8. 12· ἐν τῷ ἑνικ., ῥ. Διρκαῖον Εὐρ. Ἱκέτ. 637, πρβλ. Ι. Τ. 401· ῥ. Νείλου Πλάτ. Τίμ. 21Ε· [[ὡσαύτως]] [[ῥύαξ]] λάβας, Θουκ. 3. 116, Καρκίνος ὁ τραγῳδιῶν ποιητὴς παρὰ Διοδ. 5. 5· μεταφορ., [[ῥεῦμα]] ἢ [[πλῆθος]] ἀνθρώπων, μεγάλῳ ῥ. φωτῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 87· ῥ. Περσικοῦ στρατοῦ ὁ αὐτ. 412, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1437· πολλῷ ῥ. προσνισσόμενοι Σοφ. Ἀντ. 129 ῥ. ἐπῶν Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7· κλαυθμῶν καὶ ὀδυρμῶν Πλούτ. 2. 609Β· μελισσῶν Ἀνθ. Π. 9. 404. 3) [[πλήμμυρα]], κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥ. Θουκ. 4. 75· φερομένῳ συναπενεχθῆναι τῷ ῥ. Δημάδ. 180. 17. ΙΙ. τὰ ἀεὶ [[ῥέον]] ἢ μεταβαλλόμενον, τὸ τῆς τύχης γὰρ [[ῥεῦμα]] μεταπίπτει ταχύ, ἡ [[παλίρροια]] τῆς τύχης, Μένανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1. ΙΙΙ. Ἰατρ. νοσῶδες ῥευστὸν ἐκκρινόμενον ἀπὸ τοῦ σώματος ἢ κυκλοφοροῦν ἐν αὐτῷ, [[καταρροή]], κτλ., διὰ τῶν ῥινέων Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. [[ῥευματισμός]], ῥ. εἰς τοὺς πόδας κατελυλήθει Λουκ. Φιλοψ. 6· ῥ. νοσηματικὰ Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5, 16· στομάχου καὶ κοιλίας ῥ. Διοσκ. 1. 110· κατασκῆψαι ῥ. εἰς τὰ [[νεῦρα]] Παυσ. 6. 3, 10· - ἀπολ., Πλουτ. Μάρ. 34, κτλ.
|lstext='''ῥεῦμα''': τό, ([[ῥέω]]) τὸ [[ῥέον]], [[ῥεῦμα]], ῥύσις, Αἰσχύλ. Πρ. 139, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 11· μειλιχίων ποτῶν [[ῥεῦμα]] Σοφ. Ο. Τ. 160· ἐλαίου ῥ. ἀψοφητὶ ῥέοντος Πλάτ. Θεαίτ. 144Β· - μεταφορ., ῥ. αὔξης καὶ τροφῆς, ὄψεως Πλάτ. Τίμ. 44Β, 45C. 2) [[ῥεῦμα]] ποταμοῦ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 20, 24· ῥ. ἰσχυρὰ ὁ αὐτ. 8. 12· ἐν τῷ ἑνικ., ῥ. Διρκαῖον Εὐρ. Ἱκέτ. 637, πρβλ. Ι. Τ. 401· ῥ. Νείλου Πλάτ. Τίμ. 21Ε· [[ὡσαύτως]] [[ῥύαξ]] λάβας, Θουκ. 3. 116, Καρκίνος ὁ τραγῳδιῶν ποιητὴς παρὰ Διοδ. 5. 5· μεταφορ., [[ῥεῦμα]] ἢ [[πλῆθος]] ἀνθρώπων, μεγάλῳ ῥ. φωτῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 87· ῥ. Περσικοῦ στρατοῦ ὁ αὐτ. 412, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1437· πολλῷ ῥ. προσνισσόμενοι Σοφ. Ἀντ. 129 ῥ. ἐπῶν Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7· κλαυθμῶν καὶ ὀδυρμῶν Πλούτ. 2. 609Β· μελισσῶν Ἀνθ. Π. 9. 404. 3) [[πλήμμυρα]], κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥ. Θουκ. 4. 75· φερομένῳ συναπενεχθῆναι τῷ ῥ. Δημάδ. 180. 17. ΙΙ. τὰ ἀεὶ [[ῥέον]] ἢ μεταβαλλόμενον, τὸ τῆς τύχης γὰρ [[ῥεῦμα]] μεταπίπτει ταχύ, ἡ [[παλίρροια]] τῆς τύχης, Μένανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1. ΙΙΙ. Ἰατρ. νοσῶδες ῥευστὸν ἐκκρινόμενον ἀπὸ τοῦ σώματος ἢ κυκλοφοροῦν ἐν αὐτῷ, [[καταρροή]], κτλ., διὰ τῶν ῥινέων Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. [[ῥευματισμός]], ῥ. εἰς τοὺς πόδας κατελυλήθει Λουκ. Φιλοψ. 6· ῥ. νοσηματικὰ Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5, 16· στομάχου καὶ κοιλίας ῥ. Διοσκ. 1. 110· κατασκῆψαι ῥ. εἰς τὰ [[νεῦρα]] Παυσ. 6. 3, 10· - ἀπολ., Πλουτ. Μάρ. 34, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />écoulement, flux :<br /><b>1</b> eau qui coule;<br /><b>2</b> écoulement d’un liquide <i>en gén. ; particul.</i> écoulement d’humeurs ; rhumatisme;<br /><b>3</b> <i>p. anal.</i> affluence, <i>en gén.</i> flot d’hommes, torrent de larmes.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ couler, &gt; ῥευ-, v. [[ῥέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml