3,277,242
edits
m (Text replacement - "d’o" to "d'o") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0847.png Seite 847]] zweier, auch dreier Endg., rauschend, brausend; bes. vom Anschlagen der Wellen, κῦμα [[ῥόθιον]], Od. 5, 412; daher auch τὸ [[ῥόθιον]] substantivisch gebraucht, die rauschende Woge, das Wogengebrause, κῦμα τὸ μετὰ ψόφου γενόμενον, VLL.; κῦμα δὲ πόντου τραχεῖ ῥοθίῳ συγχώσειεν, Aesch. Prom. 1050, vgl. γᾶς [[δόσις]] οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται, Spt. 344; Soph. Phil. 683; ἐχώρει [[ῥόθιον]] ἐν πόλει κακόν, böses Wogengebrause, Eur. Andr. 1097; ἐπ' Ἀμφιτρίτας ῥοθίῳ, I. T. 426; so auch Thuc. 4, 10 u. Sp., wie ῥόθια κλύζοντο Ap. Rh. 1, 541; vgl. noch Harpocr. Vom Plätschern, Klatschen der Ruder, [[ῥόθιον]] αἴρεσθαί τινι, Ar. Equ. 544, übtr. mit Anspielung auf den Beifall durch Händeklatschen; γλυκερὰ ῥόθια, vom Weine, Agath. 24 (XI, 64). – Uebtr. = Heftigkeit, θυμοῦ, όργῆς, Luc. Tox. 19. 55. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0847.png Seite 847]] zweier, auch dreier Endg., rauschend, brausend; bes. vom Anschlagen der Wellen, κῦμα [[ῥόθιον]], Od. 5, 412; daher auch τὸ [[ῥόθιον]] substantivisch gebraucht, die rauschende Woge, das Wogengebrause, κῦμα τὸ μετὰ ψόφου γενόμενον, VLL.; κῦμα δὲ πόντου τραχεῖ ῥοθίῳ συγχώσειεν, Aesch. Prom. 1050, vgl. γᾶς [[δόσις]] οὐτιδανοῖς ἐν ῥοθίοις φορεῖται, Spt. 344; Soph. Phil. 683; ἐχώρει [[ῥόθιον]] ἐν πόλει κακόν, böses Wogengebrause, Eur. Andr. 1097; ἐπ' Ἀμφιτρίτας ῥοθίῳ, I. T. 426; so auch Thuc. 4, 10 u. Sp., wie ῥόθια κλύζοντο Ap. Rh. 1, 541; vgl. noch Harpocr. Vom Plätschern, Klatschen der Ruder, [[ῥόθιον]] αἴρεσθαί τινι, Ar. Equ. 544, übtr. mit Anspielung auf den Beifall durch Händeklatschen; γλυκερὰ ῥόθια, vom Weine, Agath. 24 (XI, 64). – Uebtr. = Heftigkeit, θυμοῦ, όργῆς, Luc. Tox. 19. 55. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui gronde comme les vagues ; bruyant ; τὸ [[ῥόθιον]] bruit des vagues, <i>d'où</i> bruit tumultueux ; τὰ ῥόθια vagues qui se brisent;<br /><b>2</b> véhément, impétueux ; τὸ [[ῥόθιον]], mouvement impétueux, impétuosité.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόθος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥόθιος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -α, -ον, Ἀνθ. Π. 9. 32., 10. 2· ([[ῥόθος]])· ― [[ὁρμητικός]], βρυχώμενος, ὁρμῶν θορυβωδῶς, [[μάλιστα]] ὡς τὰ κύματα, «[[ῥόθιον]]· [[ῥεῦμα]], [[κῦμα]] τὸ μετὰ ψόφου γινόμενον» (Ἡσύχ.), ἀμφὶ δὲ [[κῦμα]] [[βέβρυχε]] [[ῥόθιον]] Ὀδ. Ε. 412· [[οὕτως]] ἐπὶ κωπῶν, ῥ. κῶπαι, πλάται Εὐρ. Ι. Τ. 407, 1133· ἐπὶ πλοίου ὁρμητικῶς φερομένου διὰ μέσου τῶν κυμάτων. Ἀνθ. Π. 10. 2· μετὰ ῥοθίου βίας Ἀριστ. π. Κόσμου 4, 32· ― μεταφορ., ἐπὶ ῥήτορος, Πολυδ. Ϛ΄, 147· ἐπὶ ἵππου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 2, 8. ― Ἐπίρρ. ῥοθίως Πολυδ. Δ΄, 24. 2) ἐπὶ χοίρων μετὰ ψόφου ἐσθιόντων, Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 327Α· πρβλ. [[ῥοθιάζω]] 2. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ῥόθια, τά, κύματα ὁρμητικῶς φερόμενα κατὰ τῆς παραλίας, κύματα, Σοφ. Φιλ. 689, Εὐρ. Κύκλ. 17, κτλ.· πρβλ. οὐτιδανὸς ΙΙ· ― καὶ περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, τραχεῖ ῥοθίῳ, «σφοδρῷ ῥεύματι» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 1048, Εὐρ. Ι. Τ. 426, Θουκ. 4. 10· [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ πατάγου, τῆς ὁρμῆς καὶ τοῦ ἐξ αὐτῆς ἤχου τῶν κωπῶν, Ὑπερείδ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Στράβ. 725, κτλ.· οἷα δὲ λέμβοι κισσύβια γλυκερῶν νήχεθ’ [[ὑπὲρ]] ῥοθίων, ἐπὶ οἴνου, Ἀνθ. Π. 11. 64 ― [[καθόλου]], ἐπὶ κινήσεως βιαίας, ὁρμητικῆς ἢ μετὰ ῥόθου γενομένης, τῆς ἵππου τὸ ῥ. ἀνέχεσθαι Διον. Ἁλ. 6. 10· οὕτω. τῆς ὁρμῆς, τοῦ θυμοῦ Λουκιαν. Τόξ. 19. 55. 2) [[μεγάλη]] [[κραυγή]], [[μάλιστα]] δὲ ἐπὶ τοῦ εὐμενῶς ἐπιθορυβεῖν, ῥ. αἴρεσθαί τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 546· [[καθόλου]], [[θόρυβος]], [[ταραχή]], ἐχώρει ῥ. ἐν πόλει κακὸν Εὐρ. Ἀνδρ. 1906. | |lstext='''ῥόθιος''': -ον, [[ὡσαύτως]], -α, -ον, Ἀνθ. Π. 9. 32., 10. 2· ([[ῥόθος]])· ― [[ὁρμητικός]], βρυχώμενος, ὁρμῶν θορυβωδῶς, [[μάλιστα]] ὡς τὰ κύματα, «[[ῥόθιον]]· [[ῥεῦμα]], [[κῦμα]] τὸ μετὰ ψόφου γινόμενον» (Ἡσύχ.), ἀμφὶ δὲ [[κῦμα]] [[βέβρυχε]] [[ῥόθιον]] Ὀδ. Ε. 412· [[οὕτως]] ἐπὶ κωπῶν, ῥ. κῶπαι, πλάται Εὐρ. Ι. Τ. 407, 1133· ἐπὶ πλοίου ὁρμητικῶς φερομένου διὰ μέσου τῶν κυμάτων. Ἀνθ. Π. 10. 2· μετὰ ῥοθίου βίας Ἀριστ. π. Κόσμου 4, 32· ― μεταφορ., ἐπὶ ῥήτορος, Πολυδ. Ϛ΄, 147· ἐπὶ ἵππου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 6. 2, 8. ― Ἐπίρρ. ῥοθίως Πολυδ. Δ΄, 24. 2) ἐπὶ χοίρων μετὰ ψόφου ἐσθιόντων, Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 327Α· πρβλ. [[ῥοθιάζω]] 2. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ῥόθια, τά, κύματα ὁρμητικῶς φερόμενα κατὰ τῆς παραλίας, κύματα, Σοφ. Φιλ. 689, Εὐρ. Κύκλ. 17, κτλ.· πρβλ. οὐτιδανὸς ΙΙ· ― καὶ περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, τραχεῖ ῥοθίῳ, «σφοδρῷ ῥεύματι» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 1048, Εὐρ. Ι. Τ. 426, Θουκ. 4. 10· [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ πατάγου, τῆς ὁρμῆς καὶ τοῦ ἐξ αὐτῆς ἤχου τῶν κωπῶν, Ὑπερείδ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Στράβ. 725, κτλ.· οἷα δὲ λέμβοι κισσύβια γλυκερῶν νήχεθ’ [[ὑπὲρ]] ῥοθίων, ἐπὶ οἴνου, Ἀνθ. Π. 11. 64 ― [[καθόλου]], ἐπὶ κινήσεως βιαίας, ὁρμητικῆς ἢ μετὰ ῥόθου γενομένης, τῆς ἵππου τὸ ῥ. ἀνέχεσθαι Διον. Ἁλ. 6. 10· οὕτω. τῆς ὁρμῆς, τοῦ θυμοῦ Λουκιαν. Τόξ. 19. 55. 2) [[μεγάλη]] [[κραυγή]], [[μάλιστα]] δὲ ἐπὶ τοῦ εὐμενῶς ἐπιθορυβεῖν, ῥ. αἴρεσθαί τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 546· [[καθόλου]], [[θόρυβος]], [[ταραχή]], ἐχώρει ῥ. ἐν πόλει κακὸν Εὐρ. Ἀνδρ. 1906. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |