Anonymous

ῥόθιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui gronde comme les vagues ; bruyant ; τὸ [[ῥόθιον]] bruit des vagues, <i>d'où</i> bruit tumultueux ; τὰ ῥόθια vagues qui se brisent;<br /><b>2</b> véhément, impétueux ; τὸ [[ῥόθιον]], mouvement impétueux, impétuosité.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόθος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui gronde comme les vagues ; bruyant ; τὸ [[ῥόθιον]] bruit des vagues, <i>d'où</i> bruit tumultueux ; τὰ ῥόθια vagues qui se brisent;<br /><b>2</b> véhément, impétueux ; τὸ [[ῥόθιον]], mouvement impétueux, impétuosité.<br />'''Étymologie:''' [[ῥόθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥόθιος:''' 3, редко Anth. 2 шумящий, плещущий, рокочущий ([[κῦμα]] Hom.; κῶπαι Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥόθιος:''' -ον και -α, -ον ([[ῥόθος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ορμητικός]], [[βροντερός]], [[παταγώδης]], αυτός που χτυπά κι εκδηλώνεται με παφλασμό, λέγεται για τα κύματα, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, λέγεται για τα [[κουπιά]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., <i>ῥόθια</i>, <i>τά</i>, κύματα που συντρίβονται στην [[ακτή]], σε Σοφ. κ.λπ.· και περιληπτικά, στον ενικ., [[αντιμάμαλο]], [[κύμα]] που σπάει στην [[ακτή]], [[φούσκωμα]] του κύματος, μεγάλο [[κύμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[φωνή]], [[κραυγή]] επιδοκιμασίας, σε Αριστοφ.· γενικά, [[θόρυβος]], [[ταραχή]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ῥόθιος:''' -ον και -α, -ον ([[ῥόθος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ορμητικός]], [[βροντερός]], [[παταγώδης]], αυτός που χτυπά κι εκδηλώνεται με παφλασμό, λέγεται για τα κύματα, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, λέγεται για τα [[κουπιά]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., <i>ῥόθια</i>, <i>τά</i>, κύματα που συντρίβονται στην [[ακτή]], σε Σοφ. κ.λπ.· και περιληπτικά, στον ενικ., [[αντιμάμαλο]], [[κύμα]] που σπάει στην [[ακτή]], [[φούσκωμα]] του κύματος, μεγάλο [[κύμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[φωνή]], [[κραυγή]] επιδοκιμασίας, σε Αριστοφ.· γενικά, [[θόρυβος]], [[ταραχή]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥόθιος:''' 3, редко Anth. 2 шумящий, плещущий, рокочущий ([[κῦμα]] Hom.; κῶπαι Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj