Anonymous

ῥοπή: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0849.png Seite 849]] ἡ, die Neigung, bes. die Senkung, Neigung der Wagschaale u. der dadurch bewirkte Ausschlag, wie Plut. Camill. 28; vgl. Inscr. bei Böckh's Staatshh. II p. 347; allmälige Bewegung nach unten, Senkung, Wucht, Schuß, ὡς τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ, Aesch. Pers. 429, übertr., der Ausschlag, die Entscheidung, ῥοπὴ δ' ἐπισκοπεῖ δίκαν, Ch. 59; σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει [[ῥοπή]], Soph. O. R. 961; ἐν ῥοπῇ τοιᾷδε κείμενος, Tr. 82, wo der Schol. erkl. ἐν κινδύνῳ καὶ ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἱστάμενος; ῥοπὴ βίου μοι, O. C. 1504, der Wendepunkt oder die Neige des Lebens, der Augenblick des Todes; ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς, Eur. Hipp. 1163; ἁ [[πόλις]] ἔχεται ῥοπᾶς, Ar. Vesp. 1235; ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες, Thuc. 5, 103; ὥςπερ [[σῶμα]] νοσῶδες μακρᾶς ῥοπῆς [[ἔξωθεν]] δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν, Plat. Rep. VIII, 556 e; Folgde; μεγάλας τὰς ῥοπὰς ποιεῖν, Isocr. 4, 139; μεγάλη γὰρ [[ῥοπή]], [[μᾶλλον]] δὲ τὸ ὅλον ἡ [[τύχη]] παρὰ πάντ' ἐστὶ τὰ ἀνθρώπων πράγματα, das Glück entscheidet Alles, Dem. 2, 22; ἐν προσθήκης μέρει ῥοπὴν ἔχει τινὰ καὶ χρῆσιν, 11, 8. öfter; τῇ τῶν γερόντων προσκλίσει καὶ ῥοπῇ, durch ihren Beitritt, der entscheidend war, Pol. 6, 10, 10; εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ῥοπὰς λαμβάνει ὁ [[πόλεμος]], 1, 29, 7, das Kriegsglück neigt sich abwechselnd auf beide Seiten; τοῦτο πλείστην παρέχεται ῥοπὴν εἰς τὸ νικᾶν, 6, 52, 9; Plut. vrbdt ἦν ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς ὁ Ἀρταξέρξης, Artax. 30, es bedurfte eines geringen Umstandes, um zu seinem Tode den Ausschlag zu geben; – ῥοπὴν καὶ δύναμιν ἔχειν πρὸς ἀρετήν τε καὶ εὐδαίμονα βίον, Arist. eth. 10, 1, Einfluß worauf haben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0849.png Seite 849]] ἡ, die Neigung, bes. die Senkung, Neigung der Wagschaale u. der dadurch bewirkte Ausschlag, wie Plut. Camill. 28; vgl. Inscr. bei Böckh's Staatshh. II p. 347; allmälige Bewegung nach unten, Senkung, Wucht, Schuß, ὡς τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ, Aesch. Pers. 429, übertr., der Ausschlag, die Entscheidung, ῥοπὴ δ' ἐπισκοπεῖ δίκαν, Ch. 59; σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει [[ῥοπή]], Soph. O. R. 961; ἐν ῥοπῇ τοιᾷδε κείμενος, Tr. 82, wo der Schol. erkl. ἐν κινδύνῳ καὶ ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἱστάμενος; ῥοπὴ βίου μοι, O. C. 1504, der Wendepunkt oder die Neige des Lebens, der Augenblick des Todes; ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς, Eur. Hipp. 1163; ἁ [[πόλις]] ἔχεται ῥοπᾶς, Ar. Vesp. 1235; ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες, Thuc. 5, 103; ὥςπερ [[σῶμα]] νοσῶδες μακρᾶς ῥοπῆς [[ἔξωθεν]] δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν, Plat. Rep. VIII, 556 e; Folgde; μεγάλας τὰς ῥοπὰς ποιεῖν, Isocr. 4, 139; μεγάλη γὰρ [[ῥοπή]], [[μᾶλλον]] δὲ τὸ ὅλον ἡ [[τύχη]] παρὰ πάντ' ἐστὶ τὰ ἀνθρώπων πράγματα, das Glück entscheidet Alles, Dem. 2, 22; ἐν προσθήκης μέρει ῥοπὴν ἔχει τινὰ καὶ χρῆσιν, 11, 8. öfter; τῇ τῶν γερόντων προσκλίσει καὶ ῥοπῇ, durch ihren Beitritt, der entscheidend war, Pol. 6, 10, 10; εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ῥοπὰς λαμβάνει ὁ [[πόλεμος]], 1, 29, 7, das Kriegsglück neigt sich abwechselnd auf beide Seiten; τοῦτο πλείστην παρέχεται ῥοπὴν εἰς τὸ νικᾶν, 6, 52, 9; Plut. vrbdt ἦν ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς ὁ Ἀρταξέρξης, Artax. 30, es bedurfte eines geringen Umstandes, um zu seinem Tode den Ausschlag zu geben; – ῥοπὴν καὶ δύναμιν ἔχειν πρὸς ἀρετήν τε καὶ εὐδαίμονα βίον, Arist. eth. 10, 1, Einfluß worauf haben.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> inclinaison, action d’incliner, de pencher, <i>en gén.</i> mouvement de haut en bas ; <i>particul.</i> inclinaison d’une balance : διαστρέφειν τὴν ῥοπήν PLUT fausser l'inclinaison d’une balance;<br /><b>2</b> impulsion de haut en bas, <i>particul.</i> impulsion d’une balance ; <i>fig.</i> cause <i>ou</i> circonstance déterminante, moment critique : μικραὶ δυνάμεις μεγάλας [[τὰς]] ῥοπὰς ἐποίησαν ISOCR de petites influences ont déterminé de grandes décisions ; [[ἐν]] ῥοπῇ τοιᾷδε κείμενος SOPH se trouvant dans cette situation critique ; ἐπὶ μιᾶς ῥοπῆς [[εἶναι]] THC n’avoir qu'une chance à courir ; ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς EUR sous une influence légère, pour un rien ; [[ῥοπή]] μοι βίου SOPH le moment suprême de ma vie;<br /><b>3</b> ce qui détermine l'impulsion, poids : [[ὡς]] τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ ESCHL de manière à égaler deux fois leur poids ; ῥοπὴν ἔχειν DÉM avoir du poids, n’être pas sans importance <i>ou</i> sans influence ; [[οὐ]] μικράν τινα αὐτῶν ῥοπὴν [[εἶναι]] καὶ παρόντων καὶ ἀπόντων XÉN leur poids n'était pas petit, <i>càd</i> il importait beaucoup, qu’ils fussent présents <i>ou</i> absents ; μεγάλη [[ἔσται]] ῥοπὴ [[εἰ]] ISOCR il importera grandement que.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοπή''': ἡ, ([[ῥέπω]]) [[κλίσις]] πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σοῦς]] ([[ὅπερ]] σημαίνει κίνησιν πρὸς τὰ ἄνω)· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς ῥοπῆς τῆς πλάστιγγος (πρβλ. αντισηκόω II), Αἰσχύλ. Πέρσ. 437· ῥοπὴν ἔχειν [[μέχρι]] τινός..., Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 14· ῥ. ποιεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 7· ἁ γᾶ ἐπὶ τᾶς αὐτᾶς ῥοπᾶς ἐρήρειται, ἐν ἰσορροπίᾳ, Τίμ. Λοκρ. 97· διαφέρειν τὴν ῥ., διαταράττειν αὐτήν, Πλουτ. Κάμιλλ. 28· ἔχειν ῥοπὴν μνᾶς [[πέντε]], κτλ., ἔχειν βάρος, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 35, κ. ἀλλ. 2) μεταφορ., ἡ [[κλίσις]] τῆς πλάστιγγος, ἡ [[κρίσιμος]] [[στιγμή]], ἐξ ἧς θὰ ἀποφασισθῇ ἡ [[ἔκβασις]], Λατ. momentum, ἃ δ’ ἔχεται ῥοπᾶς (δηλ. ἡ [[πόλις]]), διατελεῖ ἐν κρισίμῳ στιγμῇ ὡς πρὸς τὴν ἑαυτῆς τύχην, Ἀριστοφ. Σφ. 1235· ῥοπὴ δ’ ἐπισκοπεῖ δίκας ταχεῖα τοὺς μὲν ἐν φάει κτλ., «ἡ δὲ τῆς δίκης ῥοπὴ τοὺς μὲν ἐπισκοπεῖ [[ταχέως]] καὶ ἀμύνεται» κτλ. (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 61, πρβλ. Ἀγ. 250· ἐν οὖν ῥοπῇ τοιᾷδε κειμένῳ Σοφ. Τρ. 82· οἱ ποντοναῦται ... λεπταῖς ἐπὶ ῥοπαῖσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραπίπτοντες, διακινδυνεύοντες μεγάλα φορτία εἰς μικρὰς τῆς τύχης ῥοπάς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 499· οὕτω, σμικρὰ παλαιὰ σώματ’ εὐνάζει [[ῥοπή]], μικρὰ τροπὴ καταρρίπτει αὐτά, τὰ ἀποτελειώνει, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 961· δέδορκε φῶς ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς, ἐπὶ ἀνθρώπου ἐγγίζοντος εἰς τὸν θάνατον, Εὐρ. Ἱππ. 1163· [[βλέπω]] δύο ῥοπάς· ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ ἢ ... ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1090· ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες, ἐξαρτώμενοι ἐκ τῆς ἐλαχίστης τροπῆς τῶν περιστάσεων, δηλ. εὑρισκόμενοι εἰς κρίσιμον κατάστασιν, Θουκ. 5. 103 [[σῶμα]] νοσῶδες μικρᾶς ῥοπῆς ... δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν Πλάτ. Πολ. 556Ε· ῥ. βίου μοι, τὸ [[σημεῖον]] τῆς τροπῆς ἢ καταστροφῆς τοῦ βίου, ὁ [[θάνατος]], Σοφ. Ο. Κ. 1508· ῥ. ’στιν ἡμῶν ὁ [[βίος]] Μενάνδρου Μονόστ. 465· μεγάλας τὰς ῥοπὰς ποιεῖν Ἰσοκρ. 69C· μεγάλην ἔσεσθαι ῥοπήν, εἰ .. ἢ .. γενήσεται ὁ αὐτ. 302Ε, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 14· ναυμαχίαν τὴν ποιήσασαν ῥοπὴν ἅπαντος τοῦ πολέμου, τὴν ἀποφασίσασαν τὴν τύχην ὅλου τοῦ πολέμου. Ἰσοκρ. 242Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 4. 11, 10· πλείστην ῥ. παρέχεσθαι εἴς τι Πολύβ. 6. 52, 9· λαμβάνειν ῥοπὰς εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ὁ αὐτ. 1. 20, 7, πρβλ. 6. 10, 10· ῥοπὰς διδόναι ταῖς αὑτῶν πατρίσι, νὰ λαμβάνωσι τὸ [[μέρος]] τῶν πατρίδων αὑτῶν. ὁ αὐτ. 16. 14, 6. ΙΙ. τὸ προξενοῦν ῥοπὴν πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀριστ. Μηχαν. 2, 3., 32. 1, π. Οὐρ. 4. 1, 1, κ. ἀλλ.· μεταφορικῶς, ἐπίδρασις, ἐπενέργεια, «[[ἐπιρροή]]», [[μεγάλη]] γὰρ [[ῥοπή]], [[μᾶλλον]] δὲ ὅλον, ἡ [[τύχη]] παρὰ πάντα ἐστὶ τὰ πράγματα Δημ. 24. 14· ῥοπὴν ἔχω, ἐξασκῶ ἐπίδρασιν, «ἐπιρροήν», ἔχω βαρύτητα, ὁ αὐτ. 154. 18· ἔχειν [[βρῖθος]] καὶ ῥ. πρὸς τον βίον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 11, 3, πρβλ. 1. 2, 3., 1. 7, 21., 10. 1, 1.
|lstext='''ῥοπή''': ἡ, ([[ῥέπω]]) [[κλίσις]] πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σοῦς]] ([[ὅπερ]] σημαίνει κίνησιν πρὸς τὰ ἄνω)· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς ῥοπῆς τῆς πλάστιγγος (πρβλ. αντισηκόω II), Αἰσχύλ. Πέρσ. 437· ῥοπὴν ἔχειν [[μέχρι]] τινός..., Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 14· ῥ. ποιεῖν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 4, 7· ἁ γᾶ ἐπὶ τᾶς αὐτᾶς ῥοπᾶς ἐρήρειται, ἐν ἰσορροπίᾳ, Τίμ. Λοκρ. 97· διαφέρειν τὴν ῥ., διαταράττειν αὐτήν, Πλουτ. Κάμιλλ. 28· ἔχειν ῥοπὴν μνᾶς [[πέντε]], κτλ., ἔχειν βάρος, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 35, κ. ἀλλ. 2) μεταφορ., ἡ [[κλίσις]] τῆς πλάστιγγος, ἡ [[κρίσιμος]] [[στιγμή]], ἐξ ἧς θὰ ἀποφασισθῇ ἡ [[ἔκβασις]], Λατ. momentum, ἃ δ’ ἔχεται ῥοπᾶς (δηλ. ἡ [[πόλις]]), διατελεῖ ἐν κρισίμῳ στιγμῇ ὡς πρὸς τὴν ἑαυτῆς τύχην, Ἀριστοφ. Σφ. 1235· ῥοπὴ δ’ ἐπισκοπεῖ δίκας ταχεῖα τοὺς μὲν ἐν φάει κτλ., «ἡ δὲ τῆς δίκης ῥοπὴ τοὺς μὲν ἐπισκοπεῖ [[ταχέως]] καὶ ἀμύνεται» κτλ. (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 61, πρβλ. Ἀγ. 250· ἐν οὖν ῥοπῇ τοιᾷδε κειμένῳ Σοφ. Τρ. 82· οἱ ποντοναῦται ... λεπταῖς ἐπὶ ῥοπαῖσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραπίπτοντες, διακινδυνεύοντες μεγάλα φορτία εἰς μικρὰς τῆς τύχης ῥοπάς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 499· οὕτω, σμικρὰ παλαιὰ σώματ’ εὐνάζει [[ῥοπή]], μικρὰ τροπὴ καταρρίπτει αὐτά, τὰ ἀποτελειώνει, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 961· δέδορκε φῶς ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς, ἐπὶ ἀνθρώπου ἐγγίζοντος εἰς τὸν θάνατον, Εὐρ. Ἱππ. 1163· [[βλέπω]] δύο ῥοπάς· ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ ἢ ... ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1090· ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες, ἐξαρτώμενοι ἐκ τῆς ἐλαχίστης τροπῆς τῶν περιστάσεων, δηλ. εὑρισκόμενοι εἰς κρίσιμον κατάστασιν, Θουκ. 5. 103 [[σῶμα]] νοσῶδες μικρᾶς ῥοπῆς ... δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν Πλάτ. Πολ. 556Ε· ῥ. βίου μοι, τὸ [[σημεῖον]] τῆς τροπῆς ἢ καταστροφῆς τοῦ βίου, ὁ [[θάνατος]], Σοφ. Ο. Κ. 1508· ῥ. ’στιν ἡμῶν ὁ [[βίος]] Μενάνδρου Μονόστ. 465· μεγάλας τὰς ῥοπὰς ποιεῖν Ἰσοκρ. 69C· μεγάλην ἔσεσθαι ῥοπήν, εἰ .. ἢ .. γενήσεται ὁ αὐτ. 302Ε, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 14· ναυμαχίαν τὴν ποιήσασαν ῥοπὴν ἅπαντος τοῦ πολέμου, τὴν ἀποφασίσασαν τὴν τύχην ὅλου τοῦ πολέμου. Ἰσοκρ. 242Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 4. 11, 10· πλείστην ῥ. παρέχεσθαι εἴς τι Πολύβ. 6. 52, 9· λαμβάνειν ῥοπὰς εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ὁ αὐτ. 1. 20, 7, πρβλ. 6. 10, 10· ῥοπὰς διδόναι ταῖς αὑτῶν πατρίσι, νὰ λαμβάνωσι τὸ [[μέρος]] τῶν πατρίδων αὑτῶν. ὁ αὐτ. 16. 14, 6. ΙΙ. τὸ προξενοῦν ῥοπὴν πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἀριστ. Μηχαν. 2, 3., 32. 1, π. Οὐρ. 4. 1, 1, κ. ἀλλ.· μεταφορικῶς, ἐπίδρασις, ἐπενέργεια, «[[ἐπιρροή]]», [[μεγάλη]] γὰρ [[ῥοπή]], [[μᾶλλον]] δὲ ὅλον, ἡ [[τύχη]] παρὰ πάντα ἐστὶ τὰ πράγματα Δημ. 24. 14· ῥοπὴν ἔχω, ἐξασκῶ ἐπίδρασιν, «ἐπιρροήν», ἔχω βαρύτητα, ὁ αὐτ. 154. 18· ἔχειν [[βρῖθος]] καὶ ῥ. πρὸς τον βίον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 11, 3, πρβλ. 1. 2, 3., 1. 7, 21., 10. 1, 1.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> inclinaison, action d’incliner, de pencher, <i>en gén.</i> mouvement de haut en bas ; <i>particul.</i> inclinaison d’une balance : διαστρέφειν τὴν ῥοπήν PLUT fausser l'inclinaison d’une balance;<br /><b>2</b> impulsion de haut en bas, <i>particul.</i> impulsion d’une balance ; <i>fig.</i> cause <i>ou</i> circonstance déterminante, moment critique : μικραὶ δυνάμεις μεγάλας [[τὰς]] ῥοπὰς ἐποίησαν ISOCR de petites influences ont déterminé de grandes décisions ; [[ἐν]] ῥοπῇ τοιᾷδε κείμενος SOPH se trouvant dans cette situation critique ; ἐπὶ μιᾶς ῥοπῆς [[εἶναι]] THC n’avoir qu'une chance à courir ; ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς EUR sous une influence légère, pour un rien ; [[ῥοπή]] μοι βίου SOPH le moment suprême de ma vie;<br /><b>3</b> ce qui détermine l'impulsion, poids : [[ὡς]] τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ ESCHL de manière à égaler deux fois leur poids ; ῥοπὴν ἔχειν DÉM avoir du poids, n’être pas sans importance <i>ou</i> sans influence ; [[οὐ]] μικράν τινα αὐτῶν ῥοπὴν [[εἶναι]] καὶ παρόντων καὶ ἀπόντων XÉN leur poids n'était pas petit, <i>càd</i> il importait beaucoup, qu’ils fussent présents <i>ou</i> absents ; μεγάλη [[ἔσται]] ῥοπὴ [[εἰ]] ISOCR il importera grandement que.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml