3,274,175
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> inclinaison, action d’incliner, de pencher, <i>en gén.</i> mouvement de haut en bas ; <i>particul.</i> inclinaison d’une balance : διαστρέφειν τὴν ῥοπήν PLUT fausser l'inclinaison d’une balance;<br /><b>2</b> impulsion de haut en bas, <i>particul.</i> impulsion d’une balance ; <i>fig.</i> cause <i>ou</i> circonstance déterminante, moment critique : μικραὶ δυνάμεις μεγάλας [[τὰς]] ῥοπὰς ἐποίησαν ISOCR de petites influences ont déterminé de grandes décisions ; [[ἐν]] ῥοπῇ τοιᾷδε κείμενος SOPH se trouvant dans cette situation critique ; ἐπὶ μιᾶς ῥοπῆς [[εἶναι]] THC n’avoir qu'une chance à courir ; ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς EUR sous une influence légère, pour un rien ; [[ῥοπή]] μοι βίου SOPH le moment suprême de ma vie;<br /><b>3</b> ce qui détermine l'impulsion, poids : [[ὡς]] τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ ESCHL de manière à égaler deux fois leur poids ; ῥοπὴν ἔχειν DÉM avoir du poids, n’être pas sans importance <i>ou</i> sans influence ; [[οὐ]] μικράν τινα αὐτῶν ῥοπὴν [[εἶναι]] καὶ παρόντων καὶ ἀπόντων XÉN leur poids n'était pas petit, <i>càd</i> il importait beaucoup, qu’ils fussent présents <i>ou</i> absents ; μεγάλη [[ἔσται]] ῥοπὴ [[εἰ]] ISOCR il importera grandement que.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέπω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> inclinaison, action d’incliner, de pencher, <i>en gén.</i> mouvement de haut en bas ; <i>particul.</i> inclinaison d’une balance : διαστρέφειν τὴν ῥοπήν PLUT fausser l'inclinaison d’une balance;<br /><b>2</b> impulsion de haut en bas, <i>particul.</i> impulsion d’une balance ; <i>fig.</i> cause <i>ou</i> circonstance déterminante, moment critique : μικραὶ δυνάμεις μεγάλας [[τὰς]] ῥοπὰς ἐποίησαν ISOCR de petites influences ont déterminé de grandes décisions ; [[ἐν]] ῥοπῇ τοιᾷδε κείμενος SOPH se trouvant dans cette situation critique ; ἐπὶ μιᾶς ῥοπῆς [[εἶναι]] THC n’avoir qu'une chance à courir ; ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς EUR sous une influence légère, pour un rien ; [[ῥοπή]] μοι βίου SOPH le moment suprême de ma vie;<br /><b>3</b> ce qui détermine l'impulsion, poids : [[ὡς]] τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ ESCHL de manière à égaler deux fois leur poids ; ῥοπὴν ἔχειν DÉM avoir du poids, n’être pas sans importance <i>ou</i> sans influence ; [[οὐ]] μικράν τινα αὐτῶν ῥοπὴν [[εἶναι]] καὶ παρόντων καὶ ἀπόντων XÉN leur poids n'était pas petit, <i>càd</i> il importait beaucoup, qu’ils fussent présents <i>ou</i> absents ; μεγάλη [[ἔσται]] ῥοπὴ [[εἰ]] ISOCR il importera grandement que.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέπω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥοπή:'''<br /><b class="num">1)</b> [[склонение]], [[наклоненность]], [[наклон]]: ῥοπὴν ἔχειν [[μέχρι]] τινός Arst. склоняться (тяготеть) к чему-л.; ἐπὶ [[τᾶς]] αὐτᾶς ῥοπᾶς ἐρείδεσθαι Plat. находиться в равновесии; διαφέρειν или διαστρέφειν τὴν ῥοπήν Plut. нарушать равновесие; εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ῥοπὰς λαμβάνειν Polyb. склоняться то в одну, то в другую сторону; ῥ. δίκης Aesch. весы правосудия;<br /><b class="num">2)</b> [[обстоятельство]], [[фактор]]: [[μεγάλη]] ῥ. Dem. важный фактор; σμικρὰ παλαιὰ σώματ᾽ εὐνάζει ῥ. Soph. ничтожное обстоятельство валит с ног стариков; ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς εἶναι Thuc. иметь один лишь шанс, т. е. висеть на волоске;<br /><b class="num">3)</b> [[поворотный пункт]], [[решающий момент]], [[важное обстоятельство]]: ἔχεσθαι ῥοπᾶς Arph. или ἐν ῥοπῇ κεῖσθαι Soph. находиться в критическом положении; ῥ. βίου μοι Soph. жизнь моя на исходе;<br /><b class="num">4)</b> [[вес]], [[значение]], [[важность]]: οὐ μικράν τινα ροπὴν εἶναι οἴεσθαί τι Xen. придавать чему-л. немалое значение; μεγάλην ἔχειν ῥοπὴν πρός τι Arst. иметь большое значение для чего-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥοπή:''' ἡ ([[ῥέπω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κλίση]] προς τα [[κάτω]], [[ροπή]], [[κλίση]] πλάστιγγας, ζυγαριάς, σε Αισχύλ.· <i>διαφέρειν τὴν ῥοπήν</i>, [[διαταράσσω]] την [[ισορροπία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., η [[κλίση]] της πλάστιγγας, η κρίσιμη [[στιγμή]], στην οποία θα αποφασιστεί η [[έκβαση]], Λατ. [[momentum]]· <i>ἔχεται ῥόπας</i> (ενν. ἡ [[πόλις]]), η πόλη βρίσκεται σε κρίσιμη [[στιγμή]] της τύχης της, σε Αριστοφ.· <i>ῥοπὴ ἐπισκοπεῖ Δίκας</i>, η [[πλάστιγγα]] ή η κρίσιμη [[μεταστροφή]], [[αλλαγή]] της Δικαιοσύνης, σε Αισχύλ.· σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει [[ῥοπή]], μικρή, [[ελαφρά]] [[κλίση]] της πλάστιγγας αποτελειώνει τους γέροντες, σε Σοφ.· <i>ἐπὶσμικρᾶς ῥοπῆς</i>, λέγεται για τους εξαρτώμενους από την ελαχίστη [[τροπή]] των περιστάσεων, λέγεται γι' αυτούς που αγγίζουν τον θάνατο, σε Ευρ.· <i>ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες</i>, λέγεται γι' αυτούς που εξαρτώνται από μια μοναδική, ελάχιστη [[τροπή]] των περιστάσεων, γι' αυτούς που βρίσκονται σε κρίσιμη [[κατάσταση]], σε Θουκ.· <i>ῥοπὴ βίου</i>, το [[σημείο]] καμπής, τροπής ή καταστροφής του βίου, δηλ. ο [[θάνατος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[επιρροή]], [[επίδραση]], [[επενέργεια]], σε Δημ. | |lsmtext='''ῥοπή:''' ἡ ([[ῥέπω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κλίση]] προς τα [[κάτω]], [[ροπή]], [[κλίση]] πλάστιγγας, ζυγαριάς, σε Αισχύλ.· <i>διαφέρειν τὴν ῥοπήν</i>, [[διαταράσσω]] την [[ισορροπία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., η [[κλίση]] της πλάστιγγας, η κρίσιμη [[στιγμή]], στην οποία θα αποφασιστεί η [[έκβαση]], Λατ. [[momentum]]· <i>ἔχεται ῥόπας</i> (ενν. ἡ [[πόλις]]), η πόλη βρίσκεται σε κρίσιμη [[στιγμή]] της τύχης της, σε Αριστοφ.· <i>ῥοπὴ ἐπισκοπεῖ Δίκας</i>, η [[πλάστιγγα]] ή η κρίσιμη [[μεταστροφή]], [[αλλαγή]] της Δικαιοσύνης, σε Αισχύλ.· σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει [[ῥοπή]], μικρή, [[ελαφρά]] [[κλίση]] της πλάστιγγας αποτελειώνει τους γέροντες, σε Σοφ.· <i>ἐπὶσμικρᾶς ῥοπῆς</i>, λέγεται για τους εξαρτώμενους από την ελαχίστη [[τροπή]] των περιστάσεων, λέγεται γι' αυτούς που αγγίζουν τον θάνατο, σε Ευρ.· <i>ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες</i>, λέγεται γι' αυτούς που εξαρτώνται από μια μοναδική, ελάχιστη [[τροπή]] των περιστάσεων, γι' αυτούς που βρίσκονται σε κρίσιμη [[κατάσταση]], σε Θουκ.· <i>ῥοπὴ βίου</i>, το [[σημείο]] καμπής, τροπής ή καταστροφής του βίου, δηλ. ο [[θάνατος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[επιρροή]], [[επίδραση]], [[επενέργεια]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |